Выбрать главу

Η Αλίβια θα την ξεκάνει, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν. Θα μας δώσει ένα χεράκι να πεθάνουμε. Αν της το πεις, θα βγάλει την Κάντσουεϊν από τη μέση για λογαριασμό μας.

Δεν θέλω να τη σκοτώσω, σκέφτηκε ο Ραντ, απαντώντας στον νεκρό άντρα. Δεν μπορώ να επιτρέψω να πεθάνει. Ο Λουζ Θέριν το γνώριζε εξίσου καλά με εκείνον, παρ’ όλ’ αυτά μούγκρισε μέσα από τα δόντια του. Από τη Σαντάρ Λογκόθ κι ύστερα, υπήρχαν φορές που έμοιαζε λιγότερο παράφρων απ’ ό,τι συνήθως. Εκτός κι αν ήταν ο Ραντ αυτός που είχε τρελαθεί περισσότερο. Σε τελική ανάλυση, το να μιλάει σε έναν νεκρό άντρα μέσα στο μυαλό του ήταν πλέον κομμάτι της καθημερινότητάς του κι αυτό μετά βίας μπορούσε να χαρακτηριστεί λογικό.

«Κάτι πρέπει να κάνεις», μουρμούρισε η Μιν, διπλώνοντας τα μπράτσα της κάτω από τα στήθη της. «Η αύρα του Λογκαίν εκπέμπει μεγαλοπρέπεια περισσότερο από ποτέ. Ίσως θεωρεί ακόμα πως είναι ο αληθινός Αναγεννημένος Δράκοντας. Στις δε εικόνες που είδα γύρω από τον Άρχοντα Ντάβραμ υπάρχει κάτι... σκοτεινό. Αν στραφεί εναντίον σου ή σκοτωθεί... Άκουσα κάποιον από τους στρατιώτες να λέει ότι ο Άρχοντας Ντομπραίν μπορεί να πεθάνει. Αν χάσουμε έστω κι έναν από αυτούς, θα είναι πλήγμα. Αν χάσεις και τους τρεις, θα σου πάρει πάνω από έναν χρόνο να συνέλθεις».

«Αφού το είδες, θα συμβεί. Πρέπει να αντεπεξέλθω με αυτά που μπορώ, Μιν, όχι ν’ ανησυχώ για κάτι που αδυνατώ να κάνω». Τον κοίταξε με αυτό το χαρακτηριστικό γυναικείο βλέμμα, λες κι ήταν έτοιμος να ξεκινήσει καυγά.

Ένα γρατζούνισμα στην πόρτα ανάγκασε τον Ραντ να στρέψει το κεφάλι του προς τα εκεί και τη Μιν να μετακινηθεί λίγο στο πλάι. Ο άντρας υποπτεύθηκε πως είχε βγάλει από το μανίκι της ένα μαχαίρι, έτοιμη να το εκσφενδονίσει, και το έκρυβε πίσω από τον καρπό της. Αυτή η γυναίκα κουβαλούσε επάνω της περισσότερα μαχαίρια κι από τον Θομ Μέριλιν ή ακόμα κι από τον Ματ. Χρώματα στροβιλίστηκαν μέσα στο κεφάλι του κι άρχισαν να διαχωρίζονται σε... τι; Έναν άντρα καθισμένο σε μια καρότσα; Όπως και να έχει, δεν ήταν το πρόσωπο που εμφανιζόταν μερικές φορές στη σκέψη του, η δε σκηνή χάθηκε μέσα σε ένα λεπτό χωρίς τη ζάλη που συνόδευε συνήθως αυτό το πρόσωπο.

«Περάστε», είπε ο Ραντ και στάθηκε όρθιος.

Η Έλζα άπλωσε τη βαθυπράσινη φούστα της σε μια κομψή υπόκλιση μόλις μπήκε, με τα μάτια της να λαμπυρίζουν καθώς τον κοίταγε. Ήταν μια γυναίκα φαινομενικά ευχάριστη, ήρεμη και μακάρια σαν γάτα κι έδινε την εντύπωση πως δεν είχε προσέξει καν τη Μιν. Απ’ όλες τις αδελφές που είχαν ορκιστεί αφοσίωση στο πρόσωπό του, η Έλζα ήταν η πιο ενθουσιώδης· ίσως ήταν κι η μόνη ενθουσιώδης. Οι υπόλοιπες είχαν δικούς τους λόγους να ορκιστούν στ’ όνομά του, και φυσικά η Βέριν κι οι αδελφές που ήρθαν να τον βρουν στα Πηγάδια του Ντουμάι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίσουν έναν τα’βίρεν, αλλά η Έλζα, παρά τη φαινομενική της ηρεμία, έμοιαζε να καίγεται από ένα πάθος να τον δει ζωντανό μέχρι την Τάρμον Γκάι’ντον. «Μου είπες να σε ενημερώσω μόλις καταφθάσει ο Ογκιρανός», είπε η γυναίκα χωρίς να αποτραβήξει το βλέμμα της από το πρόσωπό του.

«Ο Λόιαλ!» φώναξε η Μιν χαρούμενα, τοποθετώντας ξανά το μαχαίρι μέσα στο μανίκι της καθώς προσπερνούσε την Έλζα, η οποία βλεφάρισε μόλις παρατήρησε τη λάμα. «Θα σκότωνα τον Ραντ επειδή σε άφησε να αποσυρθείς στα διαμερίσματά σου πριν σε δω!» Ο δεσμός μαρτυρούσε ότι δεν εννοούσε ακριβώς τα λόγια της.

«Ευχαριστώ», είπε ο Ραντ στην Έλζα, ακούγοντας τις εύθυμες κραυγές από το καθιστικό, το ανάλαφρο γέλιο της Μιν και τη βροντερή, πομπώδη Ογκιρανή ιλαρότητα του Λόιαλ, που έμοιαζε σαν να γελούσε η ίδια η γη. Βροντές αντήχησαν στον ουρανό.

Ίσως η επιθυμία της Άες Σεντάι έφθανε μέχρι του σημείου να θέλει να μάθει τι είπε ο Ραντ με τον Λόιαλ, γιατί τα χείλη της λέπτυναν και δίστασε κάπως πριν κάνει ακόμα μία υπόκλιση και βγει βιαστικά από την κρεβατοκάμαρα. Μια στιγμιαία παύση των χαρούμενων κραυγών φανέρωσε ότι η γυναίκα είχε περάσει από το καθιστικό, η δε συνέχισή τους ανήγγειλε την αποχώρησή της. Μόνο τότε ο Ραντ άδραξε τη Δύναμη. Προσπαθούσε κάθε φορά να μην τον δει κανείς να κάνει κάτι τέτοιο.

Φωτιά πιο καυτή κι από του ήλιου τον πλημμύρισε, καθώς και μια παγωνιά που η χειρότερη θύελλα φάνταζε σαν άνοιξη μπροστά της. Λυσσομανούσαν κι οι δύο με τέτοια ένταση που, συγκριτικά, η καταιγίδα έξω ήταν ένα τίποτα, απειλώντας να τον αφανίσουν αν έχανε έστω και για μία στιγμή την αυτοσυγκέντρωσή του. Το να αδράχνεις το σαϊντίν έμοιαζε πιότερο με μάχη για επιβίωση. Ωστόσο, το πράσινο χρώμα στις κορνίζες έγινε ξαφνικά πιο πράσινο, το μαύρο του πανωφοριού του πιο μαύρο και το χρυσαφί των κεντημάτων του ακόμα πιο χρυσαφί. Μπορούσε να διακρίνει τους κόκκους στους σκαλιστούς με περικοκλάδες στύλους του κρεβατιού, να δει τα αδιόρατα σημάδια που είχε αφήσει ο τεχνίτης όταν τους έτριβε με γυαλόχαρτο τόσα χρόνια πριν. Το σαϊντίν τον έκανε να αισθάνεται λες κι όλα αυτά τα χρόνια ήταν μισότυφλος κι αποχαυνωμένος. Κι αυτό ήταν μονάχα μέρος όσων ένιωθε.