Выбрать главу

«Βράχηκαν τα Δοκίμια του Γουίλιμ του Μανέτσις», είπε αηδιασμένα ο Λόιαλ, τρίβοντας το άνω χείλος του με ένα δάχτυλο χοντρό σαν λουκάνικο. Άραγε, ήταν απρόσεκτος όσο ξυριζόταν, ή είχε αρχίσει να ξεπροβάλλει ένα αμυδρό μουστάκι κάτω από την πλατιά του μύτη; «Οι σελίδες θα γεμίσουν κηλίδες. Δεν έπρεπε να είμαι τόσο απρόσεκτος, ειδικά με τα βιβλία. Βράχηκε κάπως και το βιβλίο των σημειώσεών μου, αλλά ευτυχώς το μελάνι δεν απλώθηκε. Μπορεί να διαβαστεί ακόμα, αλλά μάλλον θα χρειαστεί να φτιάξω μια θήκη, για να τα προστατεύω...» Ένα συνοφρύωμα φάνηκε να απλώνεται αργά στο πρόσωπό του, μέχρι που οι μακρόστενες άκρες των φρυδιών του κατέβηκαν στα μάγουλά του. «Φαίνεσαι κουρασμένος, Ραντ. Μιν, φαίνεται πραγματικά κουρασμένος».

«Πέρασε πολλά, αλλά τώρα ξεκουράζεται», είπε η Μιν σαν να τον υπερασπιζόταν, κι ο Ραντ χαμογέλασε λιγάκι. Η Μιν ανέκαθεν τον υπερασπιζόταν, ακόμα κι απέναντι στους φίλους του. «Όντως ξεκουράζεσαι, βοσκέ», πρόσθεσε, αφήνοντας το τεράστιο χέρι του Λόιαλ κι ακουμπώντας τις γροθιές της στους γοφούς της. «Κάτσε κι αναπαύσου. Έλα, Λόιαλ, κάτσε κάτω. Θα στραβολαιμιάσω αν συνεχίσω να σε κοιτάω».

Ο Λόιαλ χασκογέλασε και το γέλιο του ήταν σαν πνιχτό μουγκρητό ταύρου, καθώς εξέταζε επιφυλακτικά μία από τις καρέκλες με την ίσια πλάτη. Συγκριτικά με το μέγεθος του, το κάθισμα φάνταζε παιδικό. «Βοσκέ. Δεν φαντάζεσαι πόσο ωραίο μού ακούγεται που τον αποκαλείς βοσκό, Μιν». Ο Ογκιρανός έκατσε προσεκτικά. Η καρέκλα με το απέριττο σκάλισμα έτριξε υπό το βάρος του και τα γόνατα έμοιαζαν να προεξέχουν μπροστά του. «Συγγνώμη, Ραντ, αλλά είναι τόσο αστείο κι έχω πολλούς μήνες να ακούσω κάτι που να μου προκαλέσει γέλιο». Η καρέκλα άντεχε. Ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά προς την πόρτα του διαδρόμου, πρόσθεσε, αρκετά δυνατά: «Ο Κάρλντιν δεν έχει καλή αίσθηση του χιούμορ».

«Μπορείς να μιλάς ελεύθερα», αποκρίθηκε ο Ραντ. «Μας προφυλάσσει το... το ξόρκι». Παραλίγο να πει «η θωράκιση», κάτι που δεν ήταν διόλου το ίδιο πράγμα, αν κι ο ίδιος ήξερε ότι ήταν.

Παραήταν εξαντλημένος για να κάτσει, όπως παραήταν εξαντλημένος για να κοιμηθεί εύκολα τις περισσότερες νύχτες —τα κόκαλά του πονούσαν— έτσι πήγε και στάθηκε μπροστά στο τζάκι. Ο άνεμος που λυσσομανούσε στην κορυφή της καμινάδας έκανε τις φλόγες να χορεύουν πάνω στα κομμένα κούτσουρα, μεταφέροντας μερικές φορές μια μικρή μπούκλα καπνού στο εσωτερικό του δωματίου. Άκουγε τον τυμπανιστό ήχο της βροχής να πέφτει πάνω στα παράθυρα, αλλά οι κεραυνοί κι οι αστραπές είχαν πάψει να ακούγονται πια. Ίσως η θύελλα έφτανε στο τέλος της. Ενώνοντας τις παλάμες πίσω από την πλάτη του, στράφηκε από το τζάκι. «Τι λένε οι Πρεσβύτεροι, Λόιαλ;»

Αντί να απαντήσει αμέσως, ο Λόιαλ κοίταξε τη Μιν σαν να έψαχνε κουράγιο ή υποστήριξη. Βολεμένη στην άκρη μιας γαλάζιας πολυθρόνας, έχοντας βάλει το ένα πόδι πάνω στο άλλο, η γυναίκα χαμογέλασε προς το μέρος του Ογκιρανού κι ένευσε. Εκείνος αναστέναξε βαριά, κι η ανάσα του ήταν άνεμος που έβγαινε ορμητικά από βαθιά κοιλώματα. «Ο Κάρλντιν κι εγώ επισκεφθήκαμε κάθε στέντιγκ, Ραντ, εκτός φυσικά από το Στέντιγκ Σανγκτάι. Δεν κατάφερα να πάω εκεί, αλλά άφησα μήνυμα απ’ όπου περάσαμε, και το Ντάιτινγκ δεν απέχει πολύ από το Σανγκτάι. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να το παραδώσει. Το Μεγάλο Κούτσουρο θα λάβει χώρα στο Σανγκτάι, κάτι που θα τραβήξει κόσμο. Είναι η πρώτη φορά εδώ και χίλια χρόνια που συγκαλείται το Μεγάλο Κούτσουρο, συγκεκριμένα από τότε που εσείς οι άνθρωποι πολεμούσατε στον Εκατονταετή Πόλεμο, κι ήταν η σειρά του Σανγκτάι. Θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, αλλά κανείς δεν μου είπε για ποιο λόγο γίνεται αυτή η συγκέντρωση. Δεν σου λένε τίποτα για κανένα Κούτσουρο μέχρι να βγάλεις γένια», μουρμούρισε, ψηλαφώντας μια στενή λωρίδα αξύριστου γενιού στο φαρδύ του μάγουλο. Προφανώς, σκόπευε να διορθώσει αυτή την έλλειψη, χωρίς όμως να είναι σίγουρος ότι μπορούσε. Ο Λόιαλ ήταν πάνω από ενενήντα χρόνων, αλλά για τα δεδομένα των Ογκιρανών, εξακολουθούσε να είναι πιτσιρίκος.

«Κι οι Πρεσβύτεροι τι λένε;» ρώτησε υπομονετικά ο Ραντ. Έπρεπε να είναι κανείς υπομονετικός με τον Λόιαλ, όπως και με οποιονδήποτε Ογκιρανό. Γι’ αυτούς, ο χρόνος ήταν διαφορετικός απ’ ό,τι για τους ανθρώπους —ποιος άνθρωπος θα μπορούσε να θυμάται ποιου σειρά είναι έπειτα από χίλια χρόνια;— κι αν του έδινες θάρρος, ο Λόιαλ θα συνέχιζε να μιλά για πολύ ακόμα. Επ’ αόριστον, ίσως.