Τα αυτιά του Λόιαλ τρεμούλιασαν προειδοποιητικά. Τα αυτιά ήταν ένας από τους λόγους που οι Ογκιρανοί δεν τα κατάφερναν καλά με τα ψέματα. Έκανε καθησυχαστικές χειρονομίες, λες κι η Μιν τον είχε ξεπεράσει σε μέγεθος. «Φυσικά και θέλω, Μιν. Φυσικά και το θέλω. Η Έριθ είναι όμορφη και πολύ διορατική. Σου έχω πει ποτέ πόσο προσεκτικά με άκουγε όταν της εξηγούσα... Φυσικά και σ’ το έχω πει. Το λέω σε όποιον συναντώ. Θέλω πολύ να την παντρευτώ, αλλά όχι ακόμα. Δεν είναι όπως μ’ εσάς, τους ανθρώπους, Μιν. Εσύ κάνεις ό,τι σου ζητάει ο Ραντ, ενώ η Έριθ θα περιμένει από μένα να κατασταλάξω και να μείνω σπίτι. Οι σύζυγοι δεν αφήνουν ποτέ τον άντρα τους να πάει κάπου και να κάνει ό,τι θέλει, αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει ν’ αφήσει το στέντιγκ έστω και για λίγες μέρες. Πρέπει να τελειώσω το βιβλίο μου, και πώς θα το κάνω αν δεν μπορώ να παρακολουθώ τι κάνει ο Ραντ; Είμαι σίγουρος ότι έχει κάνει πολλά από τότε που έφυγα από την Καιρχίν, και ξέρω πολύ καλά ότι δεν θα καταφέρω να καταγράψω τα πάντα. Η Έριθ απλώς δεν θα καταλάβαινε τίποτα. Μιν; Μιν, είσαι θυμωμένη μαζί μου;»
«Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;» τον ρώτησε ψυχρά εκείνη.
Ο Λόιαλ αναστέναξε βαριά. Η ανακούφιση του ήταν τόσο προφανής, που ο Ραντ τον κοίταξε κάπως παραξενεμένος. Μα το Φως, ο Ογκιρανός όντως είχε πιστέψει ότι η Μιν το εννοούσε πως δεν ήταν θυμωμένη. Ο Ραντ ήξερε καλά ότι στο θέμα των γυναικών ήταν σαν να πηγαίνει ψηλαφητά στο σκοτάδι, ακόμα και με τη Μιν —ή, μάλλον, ειδικά με τη Μιν— αλλά ο Λόιαλ έπρεπε να μάθει κάτι παραπάνω απ’ όσα ήξερε πριν παντρευτεί την Έριθ, ειδάλλως η γυναίκα θα τον έγδερνε σαν άρρωστο κατσίκι. Καλύτερα να τον έβγαζε από το δωμάτιο προτού αναλάμβανε η Μιν να κάνει αυτό που θα έκανε ο Έριθ. Ο Ραντ ξερόβηξε.
«Σκέψου το κατά τη διάρκεια της νύχτας, Λόιαλ», του είπε. «Ίσως το πρωί να έχεις αλλάξει γνώμη». Ένα κομμάτι του εαυτού του ήλπιζε να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Ογκιρανός έλειπε πολύ καιρό από το σπίτι. Ένα άλλο κομμάτι του εαυτού του όμως... Ίσως μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Λόιαλ, αν ήταν αλήθεια όσα του είχε πει η Αλίβια σχετικά με τους Σωντσάν. Μερικές φορές αηδίαζε με τον ίδιο τον εαυτό του. «Όπως και να έχει, πρέπει να μιλήσω με τον Μπασίρε τώρα. Και με τον Λογκαίν». Τα χείλη του σφίχτηκαν μόλις πρόφερε το συγκεκριμένο όνομα. Τι δουλειά είχε ο Λογκαίν να είναι ντυμένος στα μαύρα των Άσα’μαν;
Ο Λόιαλ δεν σηκώθηκε. Η έκφρασή του έγινε πιο ανήσυχη, τα αυτιά του έγειραν προς τα πίσω και τα φρύδια του καμπύλωσαν. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να σου αναφέρω, Ραντ. Έχει σχέση με τις Άες Σεντάι που ήρθαν μαζί μας».
Οι αστραπές φώτισαν τον ουρανό έξω από τα παράθυρα κι οι κεραυνοί ακούστηκαν δυνατότεροι από ποτέ πάνω από τα κεφάλια τους. Μερικές φορές, η ανάπαυλα μιας θύελλας σημαίνει απλώς ότι έρχονται τα χειρότερα.
Σου είχα πει να τους σκοτώσεις όλους όταν είχες την ευκαιρία, γέλασε ο Λουζ Θέριν. Σου το είχα πει.
«Είσαι σίγουρη ότι δεσμεύτηκαν, Σαμίτσου;» ρώτησε η Κάντσουεϊν με σταθερή αλλά αρκετά δυνατή φωνή, ώστε να ακουστεί πάνω από τους κεραυνούς που αντηχούσαν στη σκεπή του αρχοντικού. Οι κεραυνοί κι οι αστραπές ταίριαζαν γάντι με τη διάθεσή της. Έτοιμη ήταν να αρχίσει να γρυλίζει. Χρειάστηκε να επιστρατεύσει ένα σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης και της πείρας της για να δείξει ήρεμη, ρουφώντας το ζεστό τσάι από πιπερόριζα. Εδώ και πολύ καιρό χαλιναγωγούσε τα συναισθήματά της και δεν τα άφηνε να πάρουν το πάνω χέρι, αλλά τώρα ήθελε να δαγκώσει κάτι ή κάποιον.
Η Σαμίτσου κρατούσε επίσης μια πορσελάνινη κούπα με τσάι, αλλά δεν είχε πιει ούτε γουλιά. Επιπλέον, είχε αγνοήσει την Κάντσουεϊν όταν της είχε προσφέρει κάθισμα. Η λεπτοκαμωμένη αδελφή αποτραβήχτηκε από την παρατήρηση των φλογών του αριστερού τζακιού κι οι καμπανούλες στα μαύρα της μαλλιά κουδούνισαν καθώς κούνησε το κεφάλι της. Δεν είχε μπει στον κόπο να στεγνώσει τα μαλλιά της, τα οποία κρέμονταν μουσκεμένα και βαριά μέχρι την πλάτη της. Τα ανοιχτοκάστανα μάτια της ήταν ανήσυχα. «Δύσκολα θα ρωτούσα κάτι τέτοιο μια αδελφή, Κάντσουεϊν, άσε που σίγουρα δεν θα μου έλεγε τίποτα. Και ποιος θα μου έλεγε, δηλαδή; Αρχικά, νόμιζα πως είχαν πράξει όπως η Μερίς, η Κόρελε κι η κακομοίρα η Ντάιγκιαν». Ένας φευγαλέος μορφασμός συμπόνιας χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Γνώριζε πολύ καλά τον πόνο της απώλειας που κατέτρωγε την Ντάιγκιαν, κάτι που ήξερε καλά κάθε αδελφή μετά τον χαμό του πρώτου της Προμάχου. «Είναι ολοφάνερο, όμως, ότι η Τοβέιν κι η Γκαμπρέλ έχουν δεσμεύσει τον Λογκαίν. Έχω την εντύπωση, μάλιστα, πως η Γκαμπρέλ ξαπλώνει μαζί του. Αν τίθεται θέμα δεσμού, θα πρέπει να ήταν υπεύθυνοι οι άντρες».