«Αντίποινα», μουρμούρισε η Κάντσουεϊν πάνω από το τσάι της. Μερικοί ισχυρίζονταν πως, αν εφάρμοζες αντίποινα, έπαιζες τίμιο παιχνίδι, αλλά η ίδια δεν πίστευε στις τίμιες μάχες. Ή παλεύεις ή δεν παλεύεις, δεν πρόκειται για παιχνίδι. Η αμεροληψία ήταν για τους ανθρώπους που είχαν δέσει τον γάιδαρό τους και το έριχναν στην αμπελοφιλοσοφία τη στιγμή που άλλοι έχυναν αίμα. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να κάνει πολλά πέρα από το να προσπαθήσει να βρει τρόπο να ισορροπήσει τα πράγματα. Η ισορροπία δεν ισοδυναμούσε με την αμεροληψία. Τα πράγματα είχαν εξελιχθεί εντελώς αναπάντεχα. «Πολύ χαίρομαι που με προειδοποίησες πριν χρειαστεί να αντιμετωπίσω την Τοβέιν και τις υπόλοιπες, αλλά θέλω να επιστρέψεις στην Καιρχίν αύριο, με το πρώτο φως της αυγής».
«Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα περισσότερο, Κάντσουεϊν», είπε πικραμένη η Σαμίτσου. «Οι μισοί απ’ όσους διέταξα άρχισαν να συζητούν με τη Σασέιλ αν είχα δίκιο ή όχι, κι οι άλλοι μισοί μού είπαν κατάμουτρα ότι η ίδια είχε διατάξει διαφορετικά. Ο Άρχοντας Μπασίρε τής είπε να ελευθερώσει τους Προμάχους —δεν έχω την παραμικρή ιδέα πώς τους βρήκε αρχικά— κι εκείνη το ανέθεσε στη Σορίλεα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το σταματήσω. Η Σορίλεα συμπεριφερόταν λες κι είχα απαρνηθεί τα πάντα! Δεν καταλαβαίνει και δεν διστάζει να διαλαλεί όχι, κατά τη γνώμη της, είμαι τρελή. Δεν έχει νόημα να γυρίσω πίσω, εκτός αν περιμένεις από μένα να κουβαλάω τα γάντια της Σασέιλ».
«Αυτό που περιμένω από σένα, Σαμίτσου, είναι να την προσέχεις. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Θέλω να ξέρεις ανά πάσα στιγμή τι κάνουν οι Δρακορκισμένες αδελφές όταν εγώ κι οι Σοφές δεν τις επιτηρούμε κρατώντας μαστίγιο. Εσύ ανέκαθεν ήσουν παρατηρητική». Η υπομονή δεν αποτελούσε ποτέ ιδιαίτερο γνώρισμά της, αλλά μερικές φορές η Σαμίτσου την είχε ανάγκη. Η Κίτρινη αδελφή ήταν όντως παρατηρητική, έξυπνη και, τις περισσότερες φορές, σθεναρή στη θέληση της, για να μην αναφέρουμε ότι ήταν η καλύτερη εν ζωή Θεραπεύτρια —μέχρι την εμφάνιση του Ντάμερ Φλιν, τουλάχιστον— αλλά υπήρχαν φορές που η αυτοπεποίθησή της έπαιρνε την κατιούσα. Το μαστίγιο δεν είχε αποτελέσματα με τη Σαμίτσου, αντίθετα με μερικά φιλικά χτυπήματα στην πλάτη· άλλωστε, ήταν γελοίο να μη χρησιμοποιείς κάτι που έχει αποτέλεσμα. Καθώς η Κάντσουεϊν τής υπενθύμιζε πόσο έξυπνη ήταν, πόσο ικανή στη Θεραπεία —πράγμα απαραίτητο όταν είχες απέναντι σου τη Σαμίτσου, αφού θα την έπιανε κατάθλιψη αν αποτύγχανε να Θεραπεύσει έναν νεκρό άντρα— και πόσο ευφυής, η Αραφελινή αδελφή άρχισε να ξεθαρρεύει. Η αυτοπεποίθησή της επέστρεψε.
«Να είσαι σίγουρη πως η Σασέιλ δεν θα αλλάξει ούτε τις κάλτσες της χωρίς να το μάθω», είπε κοφτά. Η αλήθεια ήταν ότι η Κάντσουεϊν δεν περίμενε τίποτα λιγότερο. «Αν επιτρέπεται, όμως», είπε η Σαμίτσου ευγενικά, κι ήταν προφανές πως είχε ανακτήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της, μια και δεν έμοιαζε διόλου με ζαρωμένο λουλουδάκι, κάτι που συνέβαινε μονίμως όποτε η αυτοπεποίθησή της χανόταν, «γιατί βρίσκεσαι εδώ, στην πίσω μεριά του Δακρύου; Τι σκοπεύει να κάνει ο νεαρός αλ’Θόρ; Ή μήπως πρέπει να πω, τι σκοπεύεις εσύ να τον βάλεις να κάνει;»
«Αποσκοπεί σε κάτι πολύ επικίνδυνο», αποκρίθηκε η Κάντσουεϊν. Αστραπές φώτισαν τα παράθυρα, αιχμηρές, ασημένιες διχάλες σε έναν ουρανό σκοτεινό σχεδόν σαν τη νύχτα. Η γυναίκα γνώριζε πολύ καλά σε τι αποσκοπούσε. Δεν ήξερε όμως κατά πόσον έπρεπε να το σταματήσει ή όχι.
«Πρέπει να τελειώνουμε!» βρόντησε ο Ραντ κι η φωνή του ενώθηκε με τους βροντερούς ήχους που έρχονταν από τον ουρανό. Είχε βγάλει το πανωφόρι του πριν από τη συνάντηση, διπλώνοντας τα μανίκια του προς τα επάνω, για να αποκαλύψει τους περιτυλιγμένους χρυσοπόρφυρους Δράκοντες γύρω από τα μπράτσα του, τα κεφάλια των οποίων στολίζονταν από χρυσαφιές χαίτες κι αναπαύονταν στο πάνω μέρος των χεριών του. Ήθελε να υπενθυμίζει στον άνθρωπο απέναντι του ότι είχε μπροστά του τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Τα χέρια του όμως είχαν γίνει γροθιές, για να μην ενδώσει στις παροτρύνσεις του Λουζ Θέριν και στραγγαλίσει αυτόν τον καταραμένο, τον Λογκαίν Άμπλαρ. «Δεν είναι ανάγκη να εμπλακώ σε πόλεμο με τον Λευκό Πύργο, και δεν θα επιτρέψω σ’ εσάς, τους καταραμένους Άσα’μαν, να με αναγκάσετε να το κάνω! Κατανοητό;»
Τα χέρια του Λογκαίν, που αναπαύονταν πάνω στη μακρόστενη λαβή του ξίφους του, δεν τρεμούλιασαν καθόλου. Ήταν μεγαλόσωμος, αν και πιο κοντός από τον Ραντ, με σταθερό βλέμμα, χωρίς να προδίδει διόλου ότι τον είχαν κατσαδιάσει, ανακαλώντας τον στη τάξη. Το ασημένιο ξίφος κι ο χρυσοκόκκινος Δράκοντας λαμπύριζαν έντονα υπό το φως του φανού στο ψηλό πέτο του μαύρου και μάλλον φρεσκοσιδερωμένου πανωφοριού του. «Υπονοείς, δηλαδή, ότι πρέπει να τις ελευθερώσουμε;» ρώτησε ψύχραιμα. «Προτίθενται οι Άες Σεντάι να ελευθερώσουν όσους από εμάς έπιασαν αιχμαλώτους;»