«Πάλι καλά που βρίσκεσαι μαζί μου», συνέχισε. Κρίμα που οι Αελίτες βάρβαροι κρατούσαν ακόμα τη Φέρα, αν κι έπρεπε να ρωτήσει τη Λευκή γιατί είχε ορκιστεί πριν την εμπιστευτούν. Μέχρι το ταξίδι έως την Καιρχίν, δεν είχε ιδέα ότι μπορεί και να μοιραζόταν κάποια πράγματα με τη Φέρα. Ήταν πολύ κρίμα που καμιά από τις καρδιές της δεν ήταν μαζί της, αλλά αυτό που είχε γίνει ήταν ότι στάλθηκε στην Καιρχίν χωρίς να ρωτήσει το παραμικρό σχετικά με τις διαταγές που είχε πάρει, όπως άλλωστε κι ο Φίαριλ δεν αναρωτιόταν γι’ αυτές που του έδινε. «Θαρρώ πως μερικοί θα χρειαστεί να πεθάνουν σύντομα». Αρκεί να αποφάσιζε ποιοι θα ήταν αυτοί. Ο Φίαριλ έσκυψε το κεφάλι κι ένας κραδασμός ευχαρίστησης διέτρεξε τον δεσμό. Του άρεσε να σκοτώνει. «Στο μεταξύ, θα σκοτώσεις οποιονδήποτε απειλήσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Οποιονδήποτε». Σε τελική ανάλυση, κάτι τέτοιο είχε ξεκαθαριστεί όσο η ίδια ήταν αιχμάλωτη των βαρβάρων. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας έπρεπε οπωσδήποτε να επιζήσει μέχρι την Τάρμον Γκάιντον, αλλιώς πώς θα τον νικούσε ο Μέγας Άρχων;
25
Πότε να Φοράς Κοσμήματα
Ο Πέριν βάδιζε ανυπόμονα πάνω-κάτω στα λουλουδάτα χαλιά, που χρησίμευαν ως δάπεδο της σκηνής, ανασηκώνοντας τους ώμους καθώς πάσχιζε να βολευτεί στο βαθυπράσινο μεταξωτό πανωφόρι που σπάνια φορούσε από τότε που του το είχε φτιάξει η Φάιλε. Του είχε πει ότι τα περίτεχνα ασημένια κεντήματα ταίριαζαν απόλυτα στους ώμους του, αλλά η φαρδιά πέτσινη ζώνη που στήριζε το τσεκούρι στο πλευρό του, τόσο εμφανής όσο και το ίδιο το όπλο, το μόνο που έκανε ήταν να υποδεικνύει ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας ανόητος που υποκρινόταν πως ήταν ακόμα πιο ανόητος απ’ όσο έδειχνε. Μερικές φορές, τραβούσε με δύναμη τα γάντια του ή αγριοκοίταζε τον μανδύα με τη γούνινη επένδυση που ήταν αφημένος στην πλάτη του καθίσματός του, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να τον φορέσει. Τράβηξε δύο φορές ένα κομμάτι χαρτί από το μανίκι του και το ξεδίπλωσε, για να μελετήσει προχωρώντας τον χάρτη της Μάλντεν που ήταν σχεδιασμένος επάνω του. Αυτή ήταν η πόλη όπου κρατούσαν τη Φάιλε.
Ο Τζόνταϊν, ο Γκετ κι ο Χου είχαν προλάβει τους διαφεύγοντες κατοίκους της Μάλντεν, αλλά το μόνο χρήσιμο πράγμα που εξασφάλισαν ήταν αυτός ο χάρτης, κι ήταν προφανές ότι το θεωρούσαν αγγαρεία. Όσοι ήταν αρκετά δυνατοί για να δώσουν μάχη ήταν ήδη νεκροί ή είχαν φορέσει τα λευκά των γκαϊ’σάιν υπό την εξουσία των Σάιντο. Αυτοί που έμεναν για να το σκάσουν ήταν οι γέροι, οι πολύ νέοι, οι άρρωστοι κι οι αδύναμοι. Σύμφωνα με τη γνώμη του Τζόνταϊν, και μόνο η σκέψη ότι κάποιος θα τους έστελνε πίσω με το ζόρι και θα τους ανάγκαζε να πολεμήσουν με τους Σάιντο, τους είχε κάνει να επισπεύσουν τη φυγή τους βόρεια, προς το Άντορ και την ασφάλεια. Ο χάρτης αποτελούσε αίνιγμα, με τους λαβυρινθώδεις δρόμους του, το φρούριο της αρχόντισσας και τη μεγάλη δεξαμενή στη βορειοανατολική γωνία. Διάφορες πιθανότητες ταλάνιζαν το μυαλό του. Ωστόσο, θα μπορούσαν να θεωρηθούν πιθανότητες αν έβρισκε τη λύση στο ευρύτερο αίνιγμα που δεν υπήρχε στον χάρτη, την τεράστια μάζα των Σάιντο που περιστοίχιζαν την οχυρωμένη πόλη, για να μην αναφέρουμε τις τετρακόσιες-πεντακόσιες Σοφές Σάιντο που μπορούσαν να διαβιβάσουν. Οπότε, ο χάρτης τοποθετήθηκε ξανά μέσα στο μανίκι του κι ο ίδιος εξακολούθησε να προχωράει πάνω-κάτω.
Η σκηνή με τις κόκκινες ρίγες τον εκνεύριζε όσο κι ο χάρτης, όπως επίσης και τα έπιπλα, τα καθίσματα με τις επίχρυσες ακμές, που δίπλωναν για να είναι ευκολότερα στις μετακινήσεις, το τραπέζι με την επιφάνεια από μωσαϊκό που δεν ήταν πτυσσόμενο, ο καθρέφτης κι ο νιπτήρας, ακόμα και τα σεντούκια με τη χάλκινη επένδυση που ήταν παρατεταγμένα κατά μήκος του εξωτερικού τοίχου. Έξω, το φως δεν είχε ξεμυτίσει ακόμα κι οι δώδεκα φανοί ήταν αναμμένοι, με τους καθρέφτες να απαστράπτουν. Τα μαγκάλια που κρατούσαν έξω την παγωνιά της νύχτας περιείχαν ακόμα μερικά κάρβουνα. Είχε μαζί του τα δύο μεταξωτά επίτοιχα χαλιά της Φάιλε, δουλεμένα με σειρές από πτηνά κι άνθη και κρεμασμένα από τους στύλους της οροφής για να αερίζονται. Είχε επιτρέψει στον Λάμγκουιν να του ψαλιδίσει τη γενειάδα και να του ξυρίσει τα μάγουλα και τον λαιμό, είχε πλυθεί κι είχε φορέσει καθαρά ρούχα. Επίσης, τακτοποίησε τη σκηνή, λες κι η Φάιλε επρόκειτο να επιστρέψει ανά πάσα στιγμή από την ιππασία. Όλα ήταν τακτοποιημένα, έτσι ώστε όταν τον κοιτούσε κάποιος, να έβλεπε έναν άρχοντα —τρομάρα του— και να νιώθει ασφαλής. Πάντως, κάθε κομμάτι του εαυτού του του υπενθύμιζε ότι η Φάιλε δεν είχε πάει για ιππασία. Τραβώντας με δύναμη το ένα του γάντι, έψαξε στην τσέπη του πανωφοριού του και διέτρεξε με τα δάχτυλά του το σχοινί από ακατέργαστο δέρμα που ήταν χωμένο εκεί. Τριάντα δύο κόμποι. Δεν χρειαζόταν υπενθύμιση, αλλά μερικές φορές έμενε ξύπνιος όλη νύχτα σ’ ένα κρεβάτι που δεν ξάπλωνε πια η Φάιλε, μετρώντας αυτούς τους κόμπους. Κατά κάποιον τρόπο, είχαν γίνει ένα είδος συνδέσμου μ’ εκείνη. Όπως και να έχει, η αγρύπνια ήταν καλύτερη από τους εφιάλτες.