Выбрать главу

Ο Μπασίρε χαμήλωσε το ματογυάλι για να ερευνήσει τον καταυλισμό, και κατόπιν το τοποθέτησε ξανά στο μάτι του για μια κοντινότερη ματιά. Κάποιοι εξακολουθούσαν να σκάβουν με φτυάρια κι αξίνες, ενώ άλλοι πάλευαν να κατεβάσουν σακιά και βαρέλια από τις άμαξες. Ευγενείς κι αξιωματικοί έκαναν με τα άλογά τους γύρους στο στρατόπεδο, επιτηρώντας τις εργασίες. Όλοι ήταν ήρεμοι σαν κοπάδι σε βοσκοτόπι. Τελικά, κάποιος έδειξε προς το μέρος του υψώματος ανάμεσα σε αυτούς και την πόλη, κι έπειτα άλλος ένας κι άλλος, και μερικοί καβαλάρηδες άρχισαν να τροχάζουν, φωνάζοντας διαταγές τριγύρω. Ο λαβαροφόρος εμφανίστηκε εκείνη τη στιγμή στο ύψωμα.

Ο Μπασίρε έβαλε το ματογυάλι κάτω από τη μασχάλη του και συνοφρυώθηκε. Δεν είχαν φρουρούς στα υψώματα για να τους προειδοποιήσουν για το τι συνέβαινε στα εκτός ορατότητας σημεία, κάτι βλακώδες ακόμα κι αν υπήρχε η βεβαιότητα πως κανείς τους δεν θα ξεκινούσε μάχη. Θα μπορούσε, επίσης, να αποβεί χρήσιμο στην περίπτωση που κι η αντίπαλη πλευρά ήταν εξίσου απρόσεκτη, ή αν κανείς από τους δύο δεν έκανε κάτι για να διορθώσει το λάθος. Ξεφύσηξε αγριεμένα ανάμεσα από τα μουστάκια του. Ίσως να ήταν αναγκαίο να πολεμήσει τους πολιορκητές.

Μία ματιά τού αποκάλυψε τις άμαξες που είχαν διανύσει ήδη τον μισό δρόμο προς την Πύλη της Ταρ Βάλον, συνοδεία των Φρουρών, με τους αμαξάδες να μαστιγώνουν τα ζωντανά λες κι ένιωθαν στον σβέρκο τους την ανάσα του διώκτη τους. Ίσως, πάλι, να έφταιγε κι ο αξιωματικός με τον τελαμώνα, που για κάποιο λόγο ανέμιζε το ξίφος πάνω από το κεφάλι του. «Δεν νομίζω πως θα υπάρξει χορός σήμερα», είπε.

«Τότε, καλύτερα να ασχοληθώ με τις δουλειές μου παρά να παρακολουθώ τους υδρόβιους να σκάβουν τρύπες», αποκρίθηκε ο Μπάελ. «Είθε να βρίσκεις πάντα νερό και σκιά στον δρόμο σου, Ντάβραμ Μπασίρε».

«Προς το παρόν, προτιμώ να έχω στεγνά πόδια και μια ζεστή φωτιά», μουρμούρισε ο Μπασίρε χωρίς δεύτερη σκέψη, κι έπειτα ευχήθηκε να μην το είχε κάνει. Εκμεταλλεύσου την τυπικότητα ενός άντρα, κι εκείνος θα προσπαθήσει να σε σκοτώσει. Οι Αελίτες, εκτός από τυπικοί, ήταν ταυτόχρονα πολύ παράξενοι.

Ο Μπάελ, ωστόσο, έγειρε πίσω το κεφάλι κι άρχισε να γελάει. «Οι υδρόβιοι τα κάνουν όλα άνω-κάτω, Ντάβραμ Μπασίρε». Μια περίεργη χειρονομία με το δεξί του χέρι ήταν αρκετή για να σηκωθούν κι οι υπόλοιποι Αελίτες, οι οποίοι άρχισαν να βαδίζουν με μακριές κι άνετες δρασκελιές προς τα ανατολικά. Το χιόνι δεν έμοιαζε να αποτελεί εμπόδιο γι’ αυτούς.

Ρίχνοντας το ματογυάλι του σε μια πέτσινη θήκη που κρεμόταν από το μπροστάρι της σέλας του Γοργού, ο Μπασίρε ανέβηκε στη ράχη του κι έστρεψε το καστανοκόκκινο άλογο προς τα δυτικά. Η συνοδεία του τον περίμενε στην αντίθετη μεριά της πλαγιάς και βάλθηκε να τον ακολουθεί αθόρυβα, χωρίς τον παραμικρό τριγμό από τα δέρματα που τρίβονταν μεταξύ τους και χωρίς την παραμικρή κλαγγή ξεθηκαρωμένου μετάλλου. Ήταν λιγότεροι από τη συνοδεία του Μπάελ, αλλά επρόκειτο για σκληροτράχηλους άντρες από τα κτήματά του στο Τυρ. Τους είχε οδηγήσει στη Μάστιγα κάμποσες φορές πριν τους φέρει νότια. Στον κάθε άντρα είχε ανατεθεί να παρακολουθεί μια συγκεκριμένη περιοχή του μονοπατιού, μπροστά ή πίσω, αριστερά ή δεξιά, πάνω ή κάτω, κι έβλεπες τα κεφάλια τους να στρέφονται συνεχώς από δω κι από κει. Ο Μπασίρε ήλπιζε πως η κίνηση αυτή δεν θα τους γινόταν βίωμα. Το δάσος ήταν αραιό εδώ, τα κλαδιά γυμνά, εκτός από αυτά της βελανιδιάς, της χαμοδάφνης, των πεύκων και των ελάτων, αλλά το χιονοσκέπαστο έδαφος σχημάτιζε πτυχώσεις, έτσι που εκατό ιππείς θα μπορούσαν να βρίσκονται μόλις πενήντα πόδια πιο πέρα και να μην τους βλέπει κανείς. Όχι ότι περίμενε να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά από την άλλη ο θάνατος έρχεται εκεί που δεν τον περιμένεις. Ασυναίσθητα, ο Μπασίρε χαλάρωσε το ξίφος στο θηκάρι του. Ίσως έπρεπε να περιμένεις το απροσδόκητο.

Ο Τούμαντ είχε την αρχηγεία της ακολουθίας, όπως τις περισσότερες φορές που ο Μπασίρε δεν ανέθετε κάτι σημαντικότερο στον νεαρό υπολοχαγό. Ο Μπασίρε τον προετοίμαζε. Ο νεαρός είχε διαυγές πνεύμα κι έβλεπε μπροστά. Ήταν προορισμένος για ανώτερο αξίωμα, αν κατάφερνε να επιβιώσει. Ήταν ψηλός, παρ’ ότι δύο παλάμες κοντύτερος του Μπάελ, αλλά σήμερα η δυσαρέσκεια είχε εντυπωθεί στο πρόσωπό του σαν δεύτερη προσωπίδα.

«Τι σε απασχολεί, Τούμαντ;»

«Ο Αελίτης είχε δίκιο, Άρχοντά μου». Ο Τούμαντ τράβηξε αγριεμένος την παχιά μαύρη γενειάδα του με το γαντοφορεμένο του χέρι. «Αυτοί οι Αντορινοί μάς φτύνουν. Δεν μου αρέσει καθόλου που αναγκάζομαι ν’ απομακρυνθώ τη στιγμή που μας κουνάνε απειλητικά το δάχτυλο». Πράγματι, ήταν πολύ νέος ακόμα.