«Αν δεν κάτσεις κάτω, θα είσαι πολύ κουρασμένος για να ιππεύσεις μέχρι το Σο Χάμπορ, ακόμα και με τη βοήθεια του Νιλντ», είπε η Μπερελαίν κι ακούστηκε σαν να το διασκέδαζε κάπως. «Και μόνο που σε βλέπω, κουράζομαι».
Ο Πέριν συγκρατήθηκε για να μην την αγριοκοιτάξει. Ντυμένη με ένα μεταξένιο μπλε φόρεμα ιππασίας, έχοντας ένα φαρδύ χρυσό περιδέραιο κατάστικτο με φλογόσταλες, φορεμένο σφιχτά γύρω από τον λαιμό της, και το στενό στέμμα του Μαγιέν, που απεικόνιζε ένα χρυσό γεράκι σε πτήση, πάνω από τα φρύδια της, η Πρώτη του Μαγιέν ήταν καθισμένη σ’ ένα πτυσσόμενο κάθισμα πάνω στον πορφυρό της μανδύα, με τα χέρια διπλωμένα γύρω από τα κόκκινα γάντια που ήταν ακουμπισμένα στα γόνατά της. Φάνταζε συγκροτημένη σαν Άες Σεντάι και μύριζε... υπομονή. Δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο η γυναίκα είχε πάψει να μυρίζει λες και τον έβλεπε σαν παχουλό αρνάκι πιασμένο στα βάτα κι έτοιμο να γίνει γεύμα, αλλά ένιωθε σχεδόν ευγνωμοσύνη για την παρουσία της. Πάλι καλά που είχε κάποιον να μιλάει για το πόσο του έλειπε η Φάιλε. Η Μπερελαίν τον άκουγε αποπνέοντας μια οσμή συμπόνιας.
«Θέλω να είμαι παρών αν... όταν ο Γκαούλ κι οι Κόρες φέρουν τους αιχμαλώτους». Το κόμπιασμα στη γλώσσα του τον ανάγκασε να κάνει μια γκριμάτσα, όπως επίσης κι η καθυστέρηση να ολοκληρώσει την πρόταση του. Έδινε την εντύπωση ότι αμφέβαλλε. Αργά ή γρήγορα, θα έπιαναν μερικούς Σάιντο, κάτι που προφανώς δεν ήταν και τόσο εύκολο. Η σύλληψη αιχμαλώτων δεν ωφελούσε σε κάτι, παρά μόνο αν είχες τη δυνατότητα να τους κουβαλάς μαζί σου, κι οι Σάιντο ήταν αρκετά αμελείς συγκρινόμενοι με τους υπόλοιπους Αελίτες. Η Σούλιν τού τα είχε επεξηγήσει υπομονετικά, αν κι ο ίδιος δυσκολευόταν υπερβολικά να δείξει υπομονή. «Γιατί αργεί ο Αργκάντα;» γρύλισε.
Λες και το όνομα του Γκεαλντανού είχε λειτουργήσει ως πρόσκληση, ο Αργκάντα φάνηκε να μπαίνει από την πάνινη είσοδο, με πρόσωπο σαν πέτρα και βαθουλωμένα μάτια. Έμοιαζε να έχει κοιμηθεί ελάχιστα, όπως ο Πέριν. Ο κοντός άντρας φορούσε τον ασημένιο του θώρακα, αλλά όχι περικεφαλαία. Δεν είχε ξυριστεί σήμερα το πρωί κι οι φύτρες έδιναν γκρίζα χροιά στα μάγουλά του. Ένα παχύ, πέτσινο πουγκί, κρεμασμένο από ένα γαντοφορεμένο χέρι, κουδούνισε καθώς το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, δίπλα σε άλλα δύο που βρίσκονταν ήδη εκεί. «Από το χρηματοκιβώτιο της Βασίλισσας», είπε ξινά. Τις τελευταίες δέκα μέρες, σχεδόν όσα έλεγε απέπνεαν ξινίλα. «Είναι αρκετά για να καλύψουν το μερίδιό μας, και με το παραπάνω. Χρειάστηκε να σπάσω την κλειδαριά και να βάλω τρεις άντρες να φυλάνε το σεντούκι. Κι ο καλύτερος άντρας θα έμπαινε στον πειρασμό να βάλει χέρι, με την κλειδαριά σπασμένη».
«Καλώς, καλώς», είπε ο Πέριν, πασχίζοντας να μη δείξει υπερβολική ανυπομονησία. Τι τον ένοιαζε αν ο Αργκάντα έπρεπε να βάλει εκατό άντρες να φυλάνε το χρηματοκιβώτιο της βασίλισσάς του; Το πουγκί του ήταν το μικρότερο από τα τρία κι είχε μαζέψει κάθε κομμάτι χρυσού ή αργύρου που είχε βρει για να το γεμίσει. Ρίχνοντας τον μανδύα στους ώμους του, μάζεψε τα πουγκιά, προσπέρασε τον άντρα και βγήκε στο γκρίζο πρωινό.
Προς μεγάλη του αηδία, ο καταυλισμός απέπνεε κανονικότητα, παρ’ ότι δεν ήταν σχεδιασμένος έτσι, και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Πολλοί από τους άντρες των Δύο Ποταμών κοιμούνταν πλέον σε σκηνές, αν και τα τοιχώματά τους, φτιαγμένα από μπαλωμένο καναβάτσο, είχαν καφετί χρώμα κι όχι το ριγωτό κόκκινο της δικής του, αλλά ήταν αρκετά ευρύχωρες, ώστε να χωρούν οκτώ με δέκα άντρες έκαστη, με τα πελέκια τους ριγμένα ακατάστατα στην μπροστινή είσοδο, ενώ οι υπόλοιποι είχαν μετατρέψει τα προσωρινά θαμνοειδή καταφύγια σε μικρές γερές καλύβες από πλεχτά κλωνάρια αειθαλών δέντρων. Οι σκηνές κι οι καλύβες σχημάτιζαν, στην καλύτερη περίπτωση, μαιάνδρους, και δεν έμοιαζαν διόλου με τις αυστηρά διατεταγμένες σειρές που έβλεπε κανείς στους Γκεαλντανούς και στους Μαγιενούς. Ωστόσο, η όλη διάταξη φάνταζε σαν χωριό, με μονοπάτια και λωρίδες διαδρόμων που ανοίγονταν μέσα από το ποδοπατημένο χιόνι, αποκαλύπτοντας το γυμνό, παγωμένο χώμα. Μια καλοφτιαγμένη πέτρινη εστία κύκλωνε τις φωτιές που είχαν ανάψει για να ζεσταθεί το φαγητό, εκεί όπου οι άντρες σχημάτιζαν μπουλούκια, κουκουλωμένοι και φορώντας τους μανδύες τους, για να προφυλαχτούν από το κρύο και περιμένοντας το πρόγευμά τους.