Выбрать главу

Αυτό που παρακίνησε τον Πέριν σήμερα το πρωί ήταν το περιεχόμενο αυτών των μαύρων σιδερένιων τσουκαλιών. Με τόσο πολλούς κυνηγούς, τα θηράματα, όπως κι οτιδήποτε άλλο, είχαν αρχίσει να αραιώνουν, και τώρα πια οι άντρες έψαχναν για βελανίδια που συσσώρευαν οι σκίουροι, κι άλεθαν βρώμη, αλλά με τον χειμώνα τόσο προχωρημένο, έβρισκαν μονάχα παλιές κι αποξηραμένες τροφές, κι αυτές στην καλύτερη περίπτωση. Το ταγκό μείγμα γέμιζε κάπως τις κοιλιές τους, αλλά έπρεπε να είσαι πολύ πεινασμένος για να καταφέρεις να το κατεβάσεις. Τα περισσότερα πρόσωπα που αντίκριζε ο Πέριν παρακολουθούσαν ανυπόμονα τα τσουκάλια. Η τελευταία καρότσα προχωρούσε κροταλίζοντας μέσα από ένα κενό που είχε σχηματιστεί στον κύκλο των μυτερών πασσάλων που κύκλωναν τον καταυλισμό, ενώ οι Καιρχινοί αμαξηλάτες ήταν φασκιωμένοι έως τα αυτιά, καμπουριασμένοι πάνω στα καθίσματά τους σαν μαύρα σακιά από μαλλί. Ό,τι κι αν περιείχαν οι άμαξες, πλέον ήταν συγκεντρωμένο στο κέντρο του καταυλισμού, κι αυτές προχωρούσαν άδειες και κλυδωνιζόμενες πάνω στις αυλακιές που άφηναν τα προπορευόμενα καρότσια, μια στοιχισμένη σειρά από οχήματα που χάνονταν στο γύρω δάσος.

Η εμφάνιση του Πέριν με την Μπερελαίν και τον Αργκάντα ξοπίσω του προκάλεσε κάποια αναταραχή, αν κι όχι τόσο μεταξύ των πεινασμένων αντρών από τους Δύο Ποταμούς. Μερικοί, βέβαια, ένευσαν κάπως επιφυλακτικά προς το μέρος του —ένας-δύο, μάλιστα, έκαναν και μερικές πρόχειρες υποκλίσεις!— αλλά οι πιο πολλοί πάσχιζαν να μην τον κοιτάξουν, με την Μπερελαίν παρούσα. Ηλίθιοι. Ανεγκέφαλοι κι ηλίθιοι! Ωστόσο, υπήρχε κι άλλος κόσμος μαζεμένος σε μικρή απόσταση από τη σκηνή με τις κόκκινες ρίγες ή στριμωγμένος στις λωρίδες των διαδρόμων ανάμεσα στις άλλες σκηνές. Ένας άοπλος Μαγιενός στρατιώτης, ντυμένος με γκρίζο πανωφόρι, ήρθε τρέχοντας μαζί με τη λευκή φοράδα της Μπερελαίν, υποκλινόμενος και σκύβοντας για να κρατήσει τον αναβολέα της. Η Ανούρα είχε ήδη καβαλήσει μια καλοθρεμμένη φοράδα που, αντίθετα με το λευκό υποζύγιο της Μπερελαίν, ήταν σκούρα. Λεπτές χαντρένιες πλεξούδες κρέμονταν στο στήθος της από την κουκούλα του μανδύα της, κι η Άες Σεντάι έμοιαζε να μη δίνει την παραμικρή προσοχή στη γυναίκα που υποτίθεται ότι έπρεπε να συμβουλεύει. Στητή, κάρφωσε το βλέμμα της προς το μέρος των χαμηλών Αελίτικων σκηνών, όπου δεν κουνιόταν τίποτα εκτός από τις λεπτές, λικνιζόμενες στήλες του καπνού, ο οποίος ανέβαινε από τις τρύπες που χρησίμευαν ως καμινάδες. Ο μονόφθαλμος Γκαλίν, με την κόκκινη περικεφαλαία του, τον θώρακα και την καλύπτρα του ματιού του, ωστόσο, αντιστάθμιζε την αφηρημάδα της Ταραμπονέζας αδελφής. Μόλις εμφανίστηκε η Μπερελαίν, γάβγισε μια διαταγή που έκανε τους πενήντα Φτερωτούς Φρουρούς να σταθούν προσοχή, με τις μακρόστενες λόγχες με τις μυτερές, ατσαλένιες άκρες και τα κόκκινα σημαιάκια στημένες όρθιες στο πλάι τους, κι όταν η γυναίκα καβάλησε το ζώο της, ο Γκαλίν έδωσε ακόμα μία κοφτή διαταγή να ανέβουν στα άλογά τους, πράγμα που έκαναν όλοι ταυτόχρονα, τόσο ομοιόμορφα σαν να ήταν ένας άντρας.

Ο Αργκάντα έριξε μια βλοσυρή ματιά προς τις σκηνές των Αελιτών και κατόπιν κοίταξε εξίσου συνοφρυωμένος τους Μαγιενούς. Μετά, προχώρησε αγέρωχα στο σημείο όπου περίμεναν κάμποσοι Γκεαλντανοί λογχοφόροι, με απαστράπτοντες θώρακες και κωνικές πράσινες περικεφαλαίες, μιλώντας μαλακά στον τύπο που φαινόταν επικεφαλής, έναν λιπόσαρκο άντρα ονόματι Κιρέγιν, ο οποίος έδινε την εντύπωση στον Πέριν ότι ήταν ευγενούς καταγωγής, κρίνοντας από το υπεροπτικό του βλέμμα πίσω από τις λεπτομέρειες της ασημένιας του περικεφαλαίας. Ο Αργκάντα ήταν αρκετά κοντός, οπότε ο Κιρέγιν έπρεπε να σκύψει για να ακούσει όσα είχε να του πει, κι η συγκεκριμένη αναγκαιότητα έκανε το πρόσωπο του ψηλότερου άντρα να φαντάζει ακόμα πιο ψυχρό. Ένας από τους άντρες πίσω από τον Κιρέγιν κουβαλούσε μια ράβδο με ένα κόκκινο σημαιάκι, που απεικόνιζε τα τρία εξάκτινα Ασημένια Άστρα της Γκεάλνταν αντί για τη λόγχη με τα πράσινα σημαιάκια, ενώ ένας από τους Φτερωτούς Φρουρούς είχε το μπλε σημαιάκι του Μαγιέν με το Χρυσό Γεράκι.

Ο Άραμ ήταν κι αυτός εκεί, αν και βρισκόταν από την άλλη μεριά και δεν ήταν έτοιμος να ιππεύσει. Τυλιγμένος με τον πράσινο μανδύα του και με τη λαβή του σπαθιού του να εξέχει πάνω από τον ώμο του, εξέπεμπε ζήλια και κατήφεια στους Μαγιενούς και στους Γκεαλντανούς. Μόλις πρόσεξε τον Πέριν, η κατήφεια επιδεινώθηκε κι ο άντρας έφυγε βιαστικά, περνώντας άτσαλα ανάμεσα από τους Διποταμίτες που περίμεναν το πρωινό τους. Ούτε καν σταμάτησε να ζητήσει συγγνώμη όταν σκούντηξε έναν από δαύτους. Ο Άραμ είχε γίνει υπερβολικά ευερέθιστος και, καθώς οι μέρες περνούσαν σε αναμονή, μιλούσε απότομα και περιφρονητικά σε όλους εκτός από τον Πέριν. Την προηγούμενη μέρα, είχε κοντέψει να χτυπηθεί με δύο Γκεαλντανούς για κάποιο θέμα που κανείς τους δεν θυμόταν αφότου σταμάτησαν τον καυγά, εκτός από το ότι ο Άραμ έλεγε πως οι Γκεαλντανοί δεν είχαν τον παραμικρό σεβασμό κι αυτοί ισχυρίζονταν πως ο Άραμ είχε βρωμόστομα. Να γιατί ο πρώην Μάστορας έμενε πίσω σήμερα. Τα πράγματα μπορεί να ήταν από μόνα τους τεταμένα στο Σο Χάμπορ, δεν ήταν ανάγκη να ξεκινήσει καυγά ο Άραμ όταν δεν θα έβλεπε ο Πέριν.