«Τα μάτια σου δεκατέσσερα με τον Άραμ», είπε ήρεμα μόλις φάνηκε ο Ντάνιλ με το καστανοκόκκινο ζώο του. «Έχε από κοντά και τον Αργκάντα», πρόσθεσε, παραχώνοντας τα πουγκιά στο σακίδιο της σέλας του και κλείνοντας ερμητικά την υφασμάτινη είσοδο. Το βάρος της συνεισφοράς της Μπερελαίν ισοστάθμιζε και με το παραπάνω το δικό του και του Αργκάντα μαζί. Σε κάθε περίπτωση, η γυναίκα είχε λόγο να είναι τόσο γενναιόδωρη. Οι άντρες της ήταν εξίσου πεινασμένοι με οποιονδήποτε άλλον. «Προσωπικά, πιστεύω πως ο Αργκάντα μοιάζει με κάποιον που είναι έτοιμος να κάνει κάτι βλακώδες». Ο Αναχαιτιστής χοροπήδησε λίγο και τίναξε το κεφάλι του καθώς ο Πέριν έπαιρνε τα ηνία στα χέρια του, αλλά ο επιβήτορας ηρέμησε γρήγορα κάτω από το σταθερό κι απαλό χέρι του άντρα.
Ο Ντάνιλ έτριψε με τα δάχτυλά του τα μουστάκια του που έμοιαζαν με χαυλιόδοντες, κι οι αρθρώσεις του είχαν κοκκινίσει από το κρύο. Κατόπιν, λοξοκοίταξε τον Αργκάντα και ξεφύσηξε. Η ανάσα του έμοιαζε με πούσι. «Θα τον παρακολουθώ στενά, Άρχοντα Πέριν», μουρμούρισε τραβώντας απότομα τον μανδύα του, «αλλά όσο και να λες ότι εγώ είμαι επικεφαλής, μόλις φύγεις, δεν πρόκειται να υπακούσει σε τίποτα».
Δυστυχώς, αυτό ήταν αλήθεια. Ο Πέριν προτιμούσε να πάρει τον Αργκάντα μαζί του και να αφήσει τον Γκαλίν εδώ, αλλά κανείς από τους δύο δεν θα δεχόταν κάτι τέτοιο. Ο Γκεαλντανός παραδεχόταν ότι οι άντρες και τα άλογα θα άρχιζαν να λιμοκτονούν, εκτός αν έβρισκαν κάπου φαγητό και ζωοτροφές, αλλά του ήταν αδύνατον να περάσει άλλη μία μέρα μακριά από τη βασίλισσά του. Από μια άποψη, έδινε την εντύπωση ότι ήταν πιο φουριόζος από τον Πέριν ή ίσως πιο έτοιμος να ενδώσει. Αν ήταν στο χέρι του, ο Αργκάντα θα πλησίαζε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο τους Σάιντο, μέχρι που θα έφτανε ακριβώς κάτω από τη μύτη τους. Ο Πέριν ήταν έτοιμος να πεθάνει για να ελευθερώσει τη Φάιλε, κι ο Αργκάντα το ίδιο.
«Κάνε ό,τι μπορείς για να εμποδίσεις οποιαδήποτε ανοησία, Ντάνιλ». Μια στιγμή αργότερα, πρόσθεσε: «Αρκεί να μην τσακωθείτε». Σε τελική ανάλυση, δεν μπορούσε να περιμένει από τον Ντάνιλ να κάνει τα πάντα για να συγκρατήσει αυτόν τον τύπο. Αναλογούσαν τρεις Γκεαλντανοί για κάθε Διποταμίτη κι η Φάιλε θα έμενε αιχμάλωτη για πάντα αν άρχιζαν να σκοτώνονται μεταξύ τους. Ο Πέριν ακούμπησε το κεφάλι του στα πλευρά του Αναχαιτιστή. Μα το Φως, ήταν ψόφιος και δεν μπορούσε ακόμη να βγάλει άκρη.
Ένα αργό ποδοβολητό ανήγγειλε την άφιξη της Μασούρι και της Σέονιντ, με τους τρεις Προμάχους να ακολουθούν τυλιγμένοι στους χαρακτηριστικούς μανδύες που έκρυβαν το μεγαλύτερο μέρος των κορμιών τους μαζί μ’ ένα μέρος των αλόγων τους. Και οι δύο Άες Σεντάι φορούσαν απαστράπτοντα μεταξωτά ρούχα κι από ένα βαρύ χρυσό περιδέραιο, ενώ στρώματα από παχιά νήματα φαίνονταν από την άκρη του σκούρου μανδύα της Μασούρι. Ένα μικρό λευκό πετράδι ταλαντευόταν στο μέτωπο της Σέονιντ, κρεμασμένο από μια όμορφη χρυσή αλυσίδα που ήταν περασμένη σφιχτά στα μαλλιά της. Η Ανούρα χαλάρωσε και κάθισε πιο αναπαυτικά στη σέλα της. Πίσω, ανάμεσα στις Αελίτικες σκηνές, οι Σοφές στέκονταν παρατεταγμένες και παρακολουθούσαν, έξι ψηλές γυναίκες με τα κεφάλια τυλιγμένα σε σκούρα μαντίλια. Μπορεί οι κάτοικοι του Σο Χάμπορ να καλωσόριζαν τους Αελίτες όπως οι κάτοικοι της Μάλντεν, αλλά ο Πέριν δεν ήταν σίγουρος ότι οι Σοφές θα άφηναν κάθε αδελφή να έρθει μοναχή της. Άλλωστε, αποτελούσαν τον τελευταίο λόγο της αναμονής τους. Ο ήλιος ήταν μια χρυσοκόκκινη στεφάνη στις δεντροκορυφές.
«Όσο πιο γρήγορα πάνε, τόσο πιο γρήγορα θα επιστρέψουν», είπε, σκαρφαλώνοντας στη σέλα του καστανοκόκκινου ζώου. Καθώς προχωρούσε μέσα από το άνοιγμα που είχε φτιαχτεί για να διευκολύνει τις άμαξες, οι άντρες των Δύο Ποταμών είχαν ήδη αρχίσει να αναπληρώνουν τους χαμένους πασσάλους. Με τον Μασέμα και τους δικούς του να βρίσκονται τόσο κοντά, όλοι τους έδειχναν ιδιαίτερη επιφύλαξη.
Απείχε κάπου εκατό βήματα από την πρώτη σειρά των δέντρων, αλλά με την άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση, κάποιον έφιππο που ξεγλιστρούσε στις βαθύτερες σκιές κάτω από τα πυργωτά δέντρα. Αναμφίβολα επρόκειτο για κάποιον από τους ανιχνευτές του Μασέμα, ο οποίος βιαζόταν να πάει να ενημερώσει τον Προφήτη ότι ο Πέριν κι η Μπερελαίν άφηναν τον καταυλισμό. Όμως, άσχετα από το πόσο γρήγορα κάλπαζε, δεν θα έφτανε εγκαίρως. Αν ο Μασέμα ήθελε να σκοτώσει τον Πέριν και την Μπερελαίν —πράγμα πολύ πιθανό— θα έπρεπε να περιμένει για κάποια άλλη ευκαιρία.