Выбрать главу

Ο Γκαλίν, ωστόσο, δεν σκόπευε να ριψοκινδυνεύσει. Κανείς δεν ήξερε πού μπορεί να βρίσκονταν ο Σάντες κι ο Γκένταρ, οι δύο ληστοκυνηγοί της Μπερελαίν, από την ημέρα που δεν κατάφεραν να επιστρέψουν από τον καταυλισμό του Μασέμα. Για τον Γκαλίν, αυτό ήταν σαν να τους είχαν στείλει τα κεφάλια τους σε σάκο. Είχε απλώσει τους λογχοφόρους του διεισδυτικά, έτσι ώστε να σχηματίζουν κύκλο γύρω από την Μπερελαίν πριν ακόμα φτάσουν στα δέντρα, όπως επίσης και γύρω από τον Πέριν, αλλά αυτό ήταν μάλλον τυχαίο. Ο Γκαλίν ήταν ικανός να φέρει και τους εννιακόσιους Φτερωτούς Φρουρούς ή ακόμα περισσότερους, και να πείσει την Μπερελαίν να μην πάει. Ο Πέριν το είχε επιχειρήσει, αλλά χωρίς επιτυχία. Αυτή η γυναίκα είχε έναν τρόπο να ακούει όσα έλεγες, αλλά τελικά να πράττει αυτά που ήθελε η ίδια. Κάπως έτσι ήταν κι η Φάιλε. Κάποιες φορές, ο άντρας πρέπει να το παίρνει απόφαση και να ζει με αυτό. Δηλαδή, τις περισσότερες, αφού ούτως ή άλλως δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

Τα τεράστια δέντρα κι οι βραχώδεις προεξοχές στο χιόνι έσπασαν τον σχηματισμό, φυσικά, αλλά η θέα εξακολουθούσε να είναι όμορφη, ακόμα και στον αχνό φωτισμό του δάσους, με τα κόκκινα σημαιάκια να ανεμίζουν στην αχνή αύρα κάτω από τις λοξές ακτίνες του ηλιόφωτος, και τους καβαλάρηδες με τις κόκκινες πανοπλίες να χάνονται προσωρινά πίσω από τις ογκώδεις βελανιδιές και τις χαμοδάφνες. Οι τρεις Άες Σεντάι προχωρούσαν πίσω από τον Πέριν και την Μπερελαίν, ακολουθούμενες από τους Προμάχους τους, παρακολουθώντας επιφυλακτικά το γύρω δάσος, ενώ από πίσω τους ερχόταν ο άντρας με το λάβαρο της Μπερελαίν. Ο Κιρέγιν και το λάβαρο της Γκεάλνταν ακολουθούσαν λίγο πιο πίσω, με τους άντρες του ντυμένους με περιποιημένα ρούχα και παρατεταγμένους σε αυστηρές γραμμές ή σχεδόν. Το άνοιγμα του δάσους ήταν μια πλάνη, παράταιρο με τις αυστηρές γραμμές και τα λαμπερά λάβαρα, αλλά αν πρόσθετες τα κεντητά μετάξια, τα πετράδια στο στέμμα και τους Προμάχους με τους μανδύες που άλλαζαν χρώματα, το θέαμα ήταν πολύ εντυπωσιακό. Ο Πέριν θα μπορούσε κάλλιστα να βάλει τα γέλια, αν και χωρίς ιδιαίτερη ευθυμία.

Η Μπερελαίν φάνηκε να διαβάζει τη σκέψη του. «Άμα πας να αγοράσεις ένα σακί αλεύρι», του είπε, «καλό είναι να φοράς λιτά ρούχα, έτσι ώστε ο πωλητής να νομίζει πως δεν μπορείς να πληρώσεις περισσότερα. Όταν, όμως, έχεις ένα ολόκληρο φορτίο αλεύρι, να φοράς πετράδια και διαμάντια, έτσι ώστε να πιστέψει ότι, όσο και να πάρει, εσύ θα επιστρέψεις».

Ο Πέριν άφησε έναν ήχο, κάτι μεταξύ ρουθουνίσματος και γέλιου, παρ’ όλο που δεν το επιδίωξε. Τα λόγια της Μπερελαίν τού θύμιζαν κάτι που του είχε πει κάποτε ο Άρχοντας Λούχαν, σκουντώντας τον στα πλευρά για να υποδηλώσει πως επρόκειτο για αστείο, αν και το βλέμμα του έλεγε πως ήταν και κάτι περισσότερο. Αν θες να σου κάνουν μικρές χάρες, να ντύνεσαι φτωχικά, αν θες κάτι παραπάνω, να ντύνεσαι φανταχτερά. Πολύ χαιρόταν που η Μπερελαίν είχε πάψει να μυρίζει σαν λύκος που έχει βγει για κυνήγι. Μια ανησυχία λιγότερη, αν μη τι άλλο.

Δεν άργησαν να φτάσουν στα νώτα των αμαξιών, μια παράταξη που είχε πάψει να κινείται από τότε που έφτασαν στα εδάφη του Ταξιδέματος. Ο ιδρώτας και τα τσεκούρια είχαν αφαιρέσει τα δέντρα που είχαν κοπεί σύρριζα από τις πύλες, σχηματίζοντας ένα μικρό ξέφωτο, το οποίο όμως ήταν ήδη γεμάτο πριν ακόμα ο Γκαλίν απλώσει τον κύκλο των λογχοφόρων του, παρατάσσοντάς τους έτσι ώστε να κοιτούν προς τα έξω. Ο Φάγκερ Νιλντ βρισκόταν ήδη εκεί, ένας κομψευόμενος Μουραντιανός με τις άκρες των μουστακιών του λαδωμένες, καβάλα σε ένα διάστικτο μουνούχι. Το πανωφόρι του ταίριαζε σε κάποιον που δεν είχε ξαναδεί στο παρελθόν Άσα’μαν. Το μόνο εφεδρικό που είχε ήταν επίσης μαύρο και δεν ξεχώριζε από τις καρφίτσες του πέτου. Το στρώμα του χιονιού δεν ήταν ιδιαίτερα βαθύ, αλλά οι είκοσι άντρες των Δύο Ποταμών, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Γουίλ αλ’Σήν, ήταν έφιπποι, αντί να κάθονται και να περιμένουν να παγώσουν τα πόδια τους μέσα στις μπότες τους. Φάνταζαν πιο σκληροτράχηλοι από αυτούς που τον είχαν ακολουθήσει από τους Δύο Ποταμούς, με τις βαλλίστρες περασμένες στην πλάτη και τις φαρέτρες που περιείχαν βέλη με φούντες από γουρουνότριχα, καθώς και τα ξίφη διαφόρων ειδών περασμένα στα ζωνάρια τους. Ο Πέριν ήλπιζε να μπορέσει σύντομα να τους στείλει πίσω ή, ακόμα καλύτερα, να τους πάει ο ίδιος πίσω, στην πατρίδα τους.

Οι περισσότεροι ισορροπούσαν στις σέλες τους κρατώντας έναν πάσσαλο, αλλά ο Τοντ αλ’Κάαρ κι ο Φλαν Μπάρστερε κουβαλούσαν λάβαρα που απεικόνιζαν την Πορφυρή Λυκοκεφαλή του Πέριν και τον Κόκκινο Αετό της Μανέθερεν. Το βαρύ σαγόνι του Τοντ ήταν σφιγμένο, ενώ ο Φλαν, ένας ψηλός και λιπόσαρκος τύπος από τον Λόφο της Σκοπιάς, έμοιαζε κάπως σκυθρωπός. Το πιθανότερο ήταν πως δεν την ήθελε αυτή τη δουλειά, κάτι που ίσως και για τον Τοντ. Ο Γουίλ έριξε στον Πέριν ένα από εκείνα τα μειλίχια, αθώα βλέμματα που αναστάτωναν τα κορίτσια στην πατρίδα του —στον Γουίλ άρεσε πολύ να φοράει τις γιορτές κεντήματα πάνω στο πανωφόρι του, και του άρεσε ακόμα περισσότερο να προχωράει έφιππος μπροστά από εκείνα τα λάβαρα, ελπίζοντας μάλλον ότι κάποια γυναίκα θα σκεφτόταν πως ήταν δικά του— αλλά ο Πέριν το άφησε να περάσει έτσι. Δεν περίμενε να βρει στο ξέφωτο τους υπόλοιπους τρεις, όπως δεν περίμενε και τα ίδια τα λάβαρα.