Выбрать главу

Κρατώντας τον μανδύα κολλημένο στο κορμί του λες κι η απαλή αύρα ήταν θύελλα, ο Μπάλγουερ οδηγούσε κάπως αδέξια το παρδαλό του ζώο με την πλακουτσωτή μύτη προς το μέρος του Πέριν. Δύο από τα τσιράκια της Φάιλε έρχονταν ξοπίσω του, με μια προκλητική έκφραση χαραγμένη στα πρόσωπά τους. Τα γαλανά μάτια της Μέντορε φάνταζαν παράξενα πάνω στο σκουρόχρωμο χαρακτηριστικό πρόσωπο μιας Δακρυνής, κι εξίσου αλλόκοτο στο πλαίσιο του χυμώδους στήθους της φάνταζε το πανωφόρι με τα φουσκωτά πράσινα ριγωτά μανίκια. Θυγατέρα Υψηλού Άρχοντα, η Μέντορε ήταν ευγενής με τα όλα της και δεν της ταίριαζαν τα αντρικά ρούχα. Ο Λάτιαν, ένας χλωμός Καιρχινός που φορούσε ένα πανωφόρι εξίσου σκούρο με του Νιλντ, αν και σημαδεμένο με τέσσερις ρίγες σε κόκκινο και γαλάζιο κατά μήκος του στήθους, δεν ήταν πολύ πιο ψηλός από τον άλλον, κι ο τρόπος που ρουθούνιζε από το κρύο κι έτριβε τη σουβλερή του μύτη τον έκανε να δίνει την εντύπωση λιγότερο επιτήδειου τύπου. Κανείς τους δεν έφερε επάνω του ξίφος, πράγμα που αποτελούσε άλλη μια έκπληξη.

«Άρχοντά μου. Πρώτη μου Κυρία», είπε ο Μπάλγουερ με τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή του, κάνοντας μια υπόκλιση από σέλας σαν σπουργίτι που χοροπηδάει πάνω σε κλαδί. Το βλέμμα του τρεμόπαιξε προς το μέρος των Άες Σεντάι, πίσω του, αλλά αυτή ήταν κι η μόνη ένδειξη ότι συνειδητοποιούσε την παρουσία των αδελφών. «Άρχοντά μου, απ’ όσο θυμάμαι, έχω έναν γνωστό στο Σο Χάμπορ. Έναν μαχαιροποιό που ταξιδεύει με την πραμάτεια του, αλλά μπορεί να είναι σπίτι του τώρα, κι ούτως ή άλλως έχω να τον δω κάμποσα χρόνια». Ήταν η πρώτη φορά που ο Μπάλγουερ ανέφερε ότι είχε κάποιον φίλο κάπου, άσε που μια πόλη θαμμένη στα βόρεια της Αλτάρα φάνταζε μάλλον περίεργο μέρος για κάτι τέτοιο, αλλά ο Πέριν ένευσε καταφατικά. Υποπτευόταν πως αυτός ο φίλος ήταν κάτι περισσότερο απ’ ό,τι άφηνε να φανεί ο Μπάλγουερ, άσε που είχε την εντύπωση πως κι ο ίδιος ο Μπάλγουερ έκρυβε κάτι.

«Κι οι σύντροφοι σου, Αφέντη Μπάλγουερ;» Το πρόσωπο της Μπερελαίν παρέμεινε γαλήνιο στο εσωτερικό της γούνινης κουκούλας της, αλλά ανέδυε μια οσμή τέρψης. Γνώριζε πολύ καλά ότι η Φάιλε είχε χρησιμοποιήσει τους νεαρούς ακολούθους της ως κατασκόπους, κι ήταν σίγουρη πως κι ο Πέριν είχε κάνει το ίδιο.

«Ήθελαν να κάνουν μια μικρή βόλτα, Πρώτη μου Κυρία», αποκρίθηκε με πραότητα ο κοκαλιάρης, μικροκαμωμένος άντρας. «Μπορώ να εγγυηθώ για λογαριασμό τους, Άρχοντά μου. Υποσχέθηκαν πως δεν θα προκαλέσουν προβλήματα, και μπορεί να μάθουν κάτι». Κι αυτός ανέδιδε μια οσμή τέρψης —αν και κάπως μπαγιάτικη, κάτι φυσιολογικό για τα δεδομένα του άντρα— αλλά υπήρχε και μια χροιά οργής. Ο Μπάλγουερ ήξερε ότι η γυναίκα γνώριζε τα πάντα, κάτι που δεν τον ευχαριστούσε καθόλου, αλλά η Μπερελαίν δεν είχε εκφραστεί ποτέ ανοιχτά για το γεγονός, κι αυτό μάλλον τον ευχαριστούσε. Ναι, πράγματι ο Μπάλγουερ έκρυβε κάτι περισσότερο απ’ ό,τι άφηνε να φανεί.

Ο άντρας θα πρέπει να είχε τους λόγους του που τους πήρε μαζί του. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, είχε κατορθώσει να μαζέψει όλους τους νεαρούς ακολούθους της Φάιλε και να τους βάλει να κρυφακούν και να παρακολουθούν τους Γκεαλντανούς, τους Μαγιενούς, ακόμα και τους Αελίτες. Σύμφωνα με τον ίδιο, όσα λένε κι όσα κάνουν οι φίλοι σου ίσως είναι εξίσου ενδιαφέροντα με όσα σχεδιάζουν οι εχθροί σου, κι ειδικά όταν είσαι σίγουρος όχι πρόκειται για φίλους σου. Βέβαια, η Μπερελαίν ήξερε ότι κατασκόπευαν τους δικούς της, κι ο Μπάλγουερ ήξερε ότι το ήξερε. Η Μπερελαίν, όμως, ήξερε επίσης ότι αυτός... Όλα αυτά ήταν πολύ εξεζητημένα για έναν επαρχιώτη σιδερά.

«Άδικα χάνουμε τον χρόνο μας», είπε ο Πέριν. «Νιλντ, άνοιξε την πύλη».

Ο Άσα’μαν μειδίασε κοιτώντας προς το μέρος του και χάιδεψε τα αλειμμένα μουστάκια του —ο Νιλντ συνήθιζε αυτά τα πλατιά μειδιάματα από τότε που βρήκαν τους Σάιντο, ίσως επειδή ανυπομονούσε να τους ξυλοφορτώσει— κι έκανε μια μεγαλοπρεπή κίνηση με το ένα του χέρι. «Όπως διατάξετε», είπε χαρούμενα κι η γνώριμη ασημιά χαραμάδα έκανε την εμφάνισή της, πλαταίνοντας σταδιακά σε μια τρύπα στον αέρα.