Χωρίς να περιμένει κανέναν άλλον, ο Πέριν πέρασε μέσα και βγήκε σε μια χιονοσκέπαστη έκταση, κυκλωμένη από έναν χαμηλό πέτρινο τοίχο, σε μια κυματιστή περιοχή που έμοιαζε σχεδόν άδεντρη, συγκρινόμενη με το δάσος που είχε αφήσει πίσω του, μόλις μερικά μίλια από το Σο Χάμπορ, εκτός κι αν ο Νιλντ είχε κάνει κάποιο σημαντικό λάθος. Αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, σκέφτηκε ο Πέριν, θα του ξερίζωνε τα μουστάκια τρίχα-τρίχα. Πώς μπορούσε να είναι τόσο κεφάτος αυτός ο τύπος;
Σύντομα, ωστόσο, βρέθηκε να καλπάζει δυτικά κάτω από έναν γκρίζο, νεφοσκεπή ουρανό, κατά μήκος ενός χιονισμένου δρόμου, με τις άμαξες με τις ψηλές ρόδες να κυλούν παρατεταγμένες πίσω του και με τους ίσκιους της χαραυγής να απλώνονται μπροστά του. Ο Αναχαιτιστής τραβούσε τα γκέμια, λες κι ήθελε να τρέξει, αλλά ο Πέριν τον χαλιναγώγησε σε ελαφρύ τροχασμό, όχι γρηγορότερα απ’ όσο μπορούσαν να κινηθούν τα άλογα που έσερναν τις άμαξες. Οι Μαγιενοί του Γκαλίν έπρεπε να διασχίζουν τους αγρούς πλάι στον δρόμο για να διατηρήσουν τον κύκλο γύρω από τον ίδιο και την Μπερελαίν, κάτι που σήμαινε ότι έπρεπε να προσπεράσουν τα χαμηλά τοιχώματα της τραχιάς πέτρας που χώριζαν τον έναν αγρό από τον άλλο. Κάποιοι τοίχοι είχαν πορτούλες, που ένωναν την ιδιοκτησία ενός αγρότη με αυτή του διπλανού, μάλλον για να τους επιτρέπουν να μοιράζονται τα αλέτρια, άλλα όμως τοιχώματα αναγκάζονταν να τα υπερπηδούν επιδεικτικά, με τα σημαιάκια στις άκρες των δοράτων τους να ανεμίζουν, διακινδυνεύοντας τόσο τα πόδια των αλόγων τους, όσο και τους δικούς τους λαιμούς. Η αλήθεια ήταν πως ο Πέριν δεν πολυνοιαζόταν για τους λαιμούς τους.
Ο Γουίλ κι οι δύο ανόητοι που κουβαλούσαν τη Λυκοκεφαλή και τον Κόκκινο Αετό ενώθηκαν με τους Μαγιενούς λαβαροφόρους, πίσω από τις Άες Σεντάι και τους Προμάχους, αλλά οι υπόλοιποι άντρες των Δύο Ποταμών παρατάχθηκαν παράπλευρα στη συστοιχία των αμαξών, οι οποίες ήταν αρκετές κι οι άντρες που θα τις φρουρούσαν λιγότεροι από είκοσι. Ωστόσο, οι αμαξηλάτες αισθάνονταν ασφάλεια βλέποντάς τους. Όχι ότι περίμεναν να συναντήσουν ληστές ή Σάιντο, αλλά κανείς δεν ένιωθε ασφαλής έξω από την προστασία του καταυλισμού. Σε τελική ανάλυση, από τη θέση εκείνη θα μπορούσαν να διακρίνουν μια απειλή εκ των προτέρων.
Οι χαμηλοί κυματοειδείς λόφοι δεν τους επέτρεπαν να έχουν μακρινή θέα, αλλά ούτως ή άλλως επρόκειτο για περιοχές με αγροκτήματα και στιβαρά, πέτρινα σπίτια με καλαμοσκεπές, όπως επίσης κι αποθήκες διασκορπισμένες ανάμεσα στους αγρούς, ενώ πουθενά δεν φαινόταν άγρια φύση. Ακόμα κι οι μικρότερες λόχμες που ρίζωναν στις λοφοπλαγιές είχαν απογυμνωθεί, για να γίνουν καυσόξυλα. Ξαφνικά, όμως, η ιδέα ότι το χιόνι μπροστά του δεν ήταν φρέσκο ξεπήδησε στο μυαλό του Πέριν. Τα μόνα ίχνη που έβλεπε ωστόσο, είχαν γίνει από τους προπορευόμενους καβαλάρηδες του Γκαλίν. Κανείς δεν φαινόταν να κινείται γύρω από αυτά τα σκοτεινά σπίτια και τις αποθήκες, ούτε αναδυόταν καπνός από τις ογκώδεις καμινάδες. Ο γύρω χώρος φάνταζε αδρανής κι απόλυτα άδειος. Αισθάνθηκε τις τρίχες στον σβέρκο του να αναδεύονται, προσπαθώντας να ανασηκωθούν.
Μια κραυγή από κάποια Άες Σεντάι τον έκανε να ρίξει μια ματιά πάνω από τον ώμο του, και το βλέμμα του ακολούθησε το δάχτυλο της Μασούρι που έδειχνε βόρεια, προς μια ιπτάμενη μορφή. Με την πρώτη ματιά, θα έλεγες πως ήταν μια τεράστια νυχτερίδα, η οποία πετούσε με τα ραβδωτά φτερά της απλωμένα προς τα ανατολικά, κάνοντας κυκλικές κινήσεις, μια πολύ παράξενη νυχτερίδα με μακρύ λαιμό και μια μακρόστενη, λεπτή ουρά να κυματίζει από πίσω. Ο Γκαλίν πέταξε μια βλαστήμια και τοποθέτησε το ματογυάλι στο μάτι του. Ο Πέριν την έβλεπε και χωρίς τη βοήθεια του οργάνου, μπορούσε ακόμα και να διακρίνει μια ανθρώπινη φιγούρα γαντζωμένη στην πλάτη του πλάσματος, καβαλώντας το σαν να ήταν άλογο.
«Σωντσάν», είπε ξέπνοα η Μπερελαίν, ενώ τόσο η φωνή της, όσο κι η οσμή της, μαρτυρούσαν την ανησυχία της.
Ο Πέριν στριφογύρισε πάνω στη σέλα του για να παρακολουθήσει την πτήση του πλάσματος, μέχρι που η αντηλιά τον ανάγκασε να στρέψει το πρόσωπό του αλλού. «Δεν έχει να κάνει μ’ εμάς», είπε. Αν ο Νιλντ είχε κάνει λάθος, θα τον στραγγάλιζε.
26
Στο Σο Χάμπορ
Αυτό που συνέβη ήταν ότι ο Νιλντ, ο οποίος έπρεπε να μείνει πίσω για να κρατά την πύλη ανοικτή μέχρι να περάσουν ο Κιρέγιν κι οι Γκεαλντανοί, είχε τοποθετήσει την τρύπα πολύ κοντά στο σημείο όπου είχε στοχεύσει. Μαζί με τον Κιρέγιν είχαν αρχίσει να καλπάζουν καθώς ο Πέριν ανέβαινε σε μια ανηφοριά, τραβώντας τα χαλινάρια καθώς φάνηκε μπροστά του η πόλη του Σο Χάμπορ, στην άλλη μεριά ενός μικρού ποταμού, που τον διέσχιζαν εγκάρσια ένα ζευγάρι αψιδωτές ξύλινες γέφυρες. Μπορεί ο Πέριν να μην ήταν στρατιώτης, αλλά καταλάβαινε γιατί ο Μασέμα είχε αφήσει αυτό το μέρος στην ησυχία του. Ακριβώς δίπλα στο ποτάμι, η πόλη διέθετε δύο ογκωδέστατα τείχη, διάστικτα από πύργους ολόγυρα, με το εσώτερο τείχος να είναι ψηλότερο από το εξώτερο. Δύο μαούνες ήταν δεμένες σε μια μακρόστενη αποβάθρα, η οποία διέτρεχε το ποταμίσιο τείχος από τη μία γέφυρα έως την άλλη, ωστόσο οι φαρδιές πύλες της γέφυρας, ερμητικά κλειστές και με σιδερένιους ιμάντες, έμοιαζαν να είναι τα μοναδικά ανοίγματα πάνω σ’ αυτή την έκταση της τραχιάς γκρίζας πέτρας, ενώ οι πολεμίστρες διέτρεχαν όλο το μήκος των τειχών. Χτισμένο για να αποθαρρύνει τους άπληστους ευγενείς γείτονες, το Σο Χάμπορ σίγουρα δεν φοβόταν τον άτακτο στρατό του Προφήτη, ακόμα κι αν θα έρχονταν κατά χιλιάδες. Όποιος ήθελε να μπει σ’ αυτή την πόλη, χρειαζόταν πολιορκητικές μηχανές κι ατελείωτη υπομονή· ο Μασέμα ένιωθε πιο άνετα εκφοβίζοντας ανοχύρωτα χωριά και κωμοπόλεις.