Выбрать главу

«Πολύ χαίρομαι που βλέπω ανθρώπους πάνω στα τείχη», σχολίασε ο Νιλντ. «Πάνω που ήμουν έτοιμος να πιστέψω πως όλοι σε αυτή την περιοχή είναι νεκροί και θαφτεί από καιρό». Τα λόγια του δεν υποδήλωναν ότι αστειευόταν, το δε μειδίαμά του φάνταζε κάπως σφιγμένο.

«Αρκεί που είναι ζωντανοί και πουλούν ακόμα σιτηρά», μουρμούρισε ο Κιρέγιν με την ένρινη μονότονη φωνή του. Έλυσε την ασημένια περικεφαλαία του με τα λευκά φτερά και την ακούμπησε στο ψηλό μπροστάρι της σέλας του. Η ματιά του προσπέρασε τον Πέριν και σταμάτησε φευγαλέα στην Μπερελαίν πριν στριφογυρίσει για να απευθυνθεί στην Άες Σεντάι με τον ίδιο ανιαρό τόνο. «Θα παραμείνουμε εδώ ή θα κατέβουμε;» Η Μπερελαίν τον κοίταξε ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι. Το βλέμμα της ήταν κάπως επικίνδυνο, όπως μπορούσε να αντιληφθεί οποιοσδήποτε με λίγο μυαλό. Ο Κιρέγιν, όμως, δεν το πήρε είδηση.

Οι τρίχες στον σβέρκο του Πέριν πάσχιζαν ακόμα να σηκωθούν όρθιες, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που είδε την πόλη. Ίσως έφταιγε το λυκίσιο κομμάτι του εαυτού του, στο οποίο δεν άρεσαν τα τείχη, αν και δεν το πολυπίστευε. Οι άντρες που βρίσκονταν πάνω στα τείχη έδειχναν προς το μέρος τους, μερικοί μάλιστα κρατούσαν κανοκιάλια. Αυτοί, αν μη τι άλλο, θα διέκριναν εύκολα τα λάβαρα, όπως και τους στρατιώτες, με τα σημαιάκια στα δόρατα να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα, αλλά και τις πρώτες άμαξες της παράταξης, που εκτεινόταν μέχρι την άλλη άκρη του δρόμου, εκτός οπτικής εμβέλειας. Ίσως όλος ο κόσμος να είχε στριμωχτεί από τα αγροκτήματα στην πόλη. «Δεν ήρθαμε εδώ για να μείνουμε», είπε.

Η Μπερελαίν κι η Ανούρα είχαν καταστρώσει σχέδιο μεταξύ τους για την προσέγγιση του Σο Χάμπορ. Ο τοπικός άρχοντας ή αρχόντισσα σίγουρα θα είχε ακούσει για τις λεηλασίες των Σάιντο στα βόρεια, όχι πολλά μίλια μακριά, όπως και για την παρουσία του προφήτη στην Αλτάρα. Και τα δύο θέματα αρκούσαν για να κάνουν τους πάντες επιφυλακτικούς. Επιπλέον, η μόνη αντίδραση που θα προκαλούσαν θα ήταν βέλη εναντίον τους και μετά ερωτήσεις για το ποιοι είναι. Σε κάθε περίπτωση, το πιθανότερο ήταν πως δεν θα καλωσόριζαν ξενομερίτες στρατιώτες στις πύλες τους, προς το παρόν τουλάχιστον. Οι λογχοφόροι παρέμεναν απλωμένοι κατά μήκος του υψώματος, ως απόδειξη ότι οι επισκέπτες ήταν βαριά οπλισμένοι, έστω κι αν προτιμούσαν να μην κάνουν επίδειξη. Οι άντρες του Σο Χάμπορ, βέβαια, δεν θα εντυπωσιάζονταν ιδιαίτερα από εκατό στρατιώτες, αλλά οι καλογυαλισμένες πανοπλίες των Γκεαλντανών κι οι κόκκινοι θώρακες των Φτερωτών Φρουρών μαρτυρούσαν ότι οι επισκέπτες δεν ήταν περιπλανώμενοι παλικαράδες. Οι Διποταμίτες δύσκολα θα εντυπωσίαζαν κάποιον, εκτός αν χρησιμοποιούσαν τα τόξα τους, επομένως παρέμεναν στις άμαξες για να κρατούν ακμαίο το ηθικό των αμαξηλατών. Όλα αυτά δεν ήταν παρά περίτεχνες ανοησίες, για να μην πούμε σαχλαμάρες, αλλά ο Πέριν ήταν επαρχιώτης σιδεράς, άσχετα από το αν τον αποκαλούσαν άρχοντα. Η Πρώτη του Μαγιέν κι η Άες Σεντάι ήξεραν τι να κάνουν σε μια κατάσταση σαν κι αυτή.

Ο Γκαλίν τούς οδήγησε προς το ποτάμι ιππεύοντας αργά, ευθυτενής, με τη λαμπερή πορφυρή περικεφαλαία του ακουμπισμένη στη σέλα του. Ο Πέριν με την Μπερελαίν βρίσκονταν λίγο πιο πίσω, με τη Σέονιντ ανάμεσά τους και τη Μασούρι και την Ανούρα στα πλαϊνά. Οι Άες Σεντάι είχαν ρίξει πίσω τις κουκούλες τους, έτσι ώστε όποιος βρισκόταν πάνω στα τείχη και μπορούσε να αναγνωρίσει το πρόσωπο μιας Άες Σεντάι, να έβλεπε ξεκάθαρα ότι ήταν τρεις. Οι Άες Σεντάι ήταν καλοδεχούμενες στα περισσότερα μέρη, ακόμα κι εκεί όπου οι κάτοικοι θα προτιμούσαν να μην τις είχαν ανάμεσά τους. Από πίσω τους ακολουθούσαν οι τέσσερις λαβαροφόροι, με τους Προμάχους τοποθετημένους σε αραιά διαστήματα, ντυμένους μ’ εκείνους τους κραυγαλέους μανδύες. Μαζί τους ήταν κι ο Κιρέγιν, με την απαστράπτουσα περικεφαλαία του να ισορροπεί στον γοφό του, κάπως ξινισμένος επειδή έπρεπε να βαδίζει παρέα με τους Προμάχους. Πού και πού, αγριοκοίταζε με ψυχρό βλέμμα τον Μπάλγουερ, ο οποίος ακολουθούσε στα νώτα με τους δύο συντρόφους του. Κανείς δεν είχε πει στον Μπάλγουερ ότι μπορούσε να έρθει μαζί τους, αλλά ούτε και το αντίθετο. Όποτε τον κοίταζε ο ευγενής, υποκλινόταν και κατόπιν συνέχιζε να περιεργάζεται τα τείχη της πόλης που απλώνονταν μπροστά τους.