Μόλις πέρασαν την πύλη, ένας βρωμερός άντρας με σκισμένο πανωφόρι σκάλισε το πόδι του Πέριν με το δάχτυλό του, αλλά έκανε αμέσως πίσω μόλις ο Αναχαιτιστής στράφηκε εναντίον του. Ο τύπος πρέπει να ήταν παχύς κάποτε, αλλά τώρα το πανωφόρι βούλιαζε και το πετσί του έμοιαζε να κρέμεται από το κορμί του. «Ήθελα απλώς να βεβαιωθώ», μουρμούρισε, ξύνοντας αφηρημένα τα πλευρά του. «Άρχοντά μου», πρόσθεσε αμέσως μετά. Το βλέμμα του φάνηκε να εστιάζει για πρώτη φορά στο πρόσωπο του Πέριν, και τα δάχτυλά του, που ήταν απασχολημένα με το ξύσιμο, κοκάλωσαν. Τα χρυσοκίτρινα μάτια δεν είναι καθημερινό θέαμα, αν μη τι άλλο.
«Έχεις δει πολλούς νεκρούς να κυκλοφορούν;» τον ρώτησε κάπως επιφυλακτικά ο Πέριν, προσπαθώντας να αστειευτεί, και χτυπώντας φιλικά συγχρόνως τον λαιμό του καστανοκόκκινου αλόγου του. Ένα εκπαιδευμένο άτι πρέπει ν’ ανταμείβεται για την προστασία του αναβάτη του.
Ο τύπος μόρφασε, λες και το άλογο του Πέριν τού είχε δείξει ξανά τα δόντια του. Το στόμα του συσπάστηκε, έκανε μια γκριμάτσα σαν χασμουρητό κι άρχισε να απομακρύνεται με λοξά βήματα, μέχρι που έπεσε κατευθείαν πάνω στη φοράδα της Μπερελαίν. Ο Γκαλίν βρισκόταν ακριβώς πίσω της, σαν να ήταν ακόμη έτοιμος να φορέσει την περικεφαλαία του, με το μοναδικό του μάτι να πασχίζει να δει σ’ έξι μεριές ταυτόχρονα.
«Πού μπορώ να βρω τον άρχοντα ή την αρχόντισσά σου;» ρώτησε η Μπερελαίν απαιτητικά κι ανυπόμονα. Το Μαγιέν ήταν μικρό έθνος, αλλά η ίδια δεν είχε συνηθίσει να την αγνοούν. «Φαίνεται πως οι άλλοι έχασαν τη λαλιά τους, αλλά εσένα σ’ άκουσα να χρησιμοποιείς τη γλώσσα σου. Λοιπόν; Μίλα, άνθρωπέ μου».
Ο τύπος την κοίταξε γλείφοντας τα χείλη του. «Ο Άρχοντας Κάουλιν... Ο Άρχοντας Κάουλιν... λείπει μακριά. Αρχόντισσά μου». Το βλέμμα του έπεσε ξανά προς τη μεριά του Πέριν, τρεμόπαιξε και μετά στράφηκε αλλού. «Οι έμποροι των σιτηρών... αυτούς πρέπει να δείτε. Θα τους βρείτε, όπως πάντα, στη Χρυσή Μαούνα. Από κει θα πάτε». Έδειξε με το χέρι του κάπου αόριστα, στο βάθος της πόλης, και κατόπιν το έβαλε στα πόδια, κοιτώντας πάνω από τον ώμο του σαν να φοβόταν ότι θα τον καταδίωκαν.
«Θαρρώ πως έπρεπε να βρισκόμαστε κάπου αλλού», είπε ο Πέριν. Εκείνος ο τύπος φοβόταν κάτι περισσότερο από τα κίτρινα μάτια. Σ’ αυτό το μέρος υπήρχε μια αίσθηση ότι κάτι πήγαινε... πολύ στραβά.
«Ναι, αλλά, καλώς ή κακώς, βρισκόμαστε ήδη εδώ κι όχι κάπου αλλού», αποκρίθηκε η Μπερελαίν σε πολύ πρακτικό τόνο. Με όλη αυτή τη βρώμα, ο Πέριν δεν μπορούσε να διακρίνει τη μυρωδιά της. Έπρεπε να βγάλει συμπεράσματα απ’ όσα έβλεπε κι άκουγε, και το πρόσωπο της Μπερελαίν ήταν αρκετά γαλήνιο ώστε να θυμίζει Άες Σεντάι. «Έχω επισκεφθεί πόλεις που μύριζαν χειρότερα από ετούτη εδώ, Πέριν. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Κι αν αυτός ο Άρχοντας Κάουλιν όντως λείπει, δεν θα είναι η πρώτη φορά που θα κάνω διαπραγματεύσεις μ’ εμπόρους. Δεν πιστεύω να νομίζεις πως έχουν δει νεκρούς να κυκλοφορούν, έτσι;» Τι μπορεί να απαντήσει σε αυτό ένας άντρας δίχως να φανεί κουφιοκέφαλος;
Όπως και να έχει, οι υπόλοιποι είχαν ήδη αρχίσει να στριμώχνονται στις πύλες, χωρίς να διατηρούν τις γραμμές τους αυτή τη φορά. Ο Γουάιντερ με τον Αλχάρα ακολουθούσαν κατά πόδας τη Σέονιντ σαν παράταιρα τσοπανόσκυλα, ο ένας ανοιχτόχρωμος κι ο άλλος μελαψός, έτοιμοι κι οι δύο να ξεσκίσουν λαιμούς εν ριπή οφθαλμού. Σίγουρα είχαν νιώσει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στο Σο Χάμπορ. Ο Κίρκλιν, που προχωρούσε πλάι στη Μασούρι, φάνταζε ανυπόμονος να σφάξει κάποιον, λες και τον έτρωγε το χέρι του, που αναπαυόταν στη λαβή του σπαθιού του. Ο Κιρέγιν κρατούσε με το χέρι τη μύτη του, ενώ το αγριοκοίταγμά του μαρτυρούσε ότι κάποιος θα πλήρωνε επειδή ο ίδιος είχε αναγκαστεί να υποφέρει αυτή την μπόχα. Η Μέντορε κι ο Λάτιαν έδειχναν άρρωστοι, αλλά ο Μπάλγουερ απλώς κοιτούσε τριγύρω με το κεφάλι γερτό. Κατόπιν, τράβηξε τους άλλους δύο σ’ ένα παράπλευρο στενό δρομάκι, που οδηγούσε βόρεια. Όπως είχε πει κι η Μπερελαίν, καλώς ή κακώς, βρίσκονταν ήδη εκεί κι όχι κάπου αλλού.
Τα πολύχρωμα λάβαρα έμοιαζαν εκτός τόπου και χρόνου καθώς ο Πέριν προχωρούσε στους συνωστισμένους φιδωτούς δρόμους της πόλης. Κάποιοι δρόμοι ήταν όντως φαρδιοί για τα δεδομένα του Σο Χάμπορ, αλλά υπήρχε μια αίσθηση εγγύτητας, λες και τα πέτρινα κτίσματα από κάθε πλευρά δέσποζαν ψηλότερα των δύο ή τριών ορόφων, σαν έτοιμα να πέσουν στο κεφάλι του ανά πάσα στιγμή. Μάλλον ήταν η ιδέα του, αφού ο ουρανός δεν ήταν τόσο γκρίζος, αλλά οι δρόμοι έμοιαζαν σκοτεινοί. Κόσμος γέμιζε τα βρώμικα λιθόστρωτα, αλλά δεν ήταν αρκετός για να δικαιολογήσει όλες αυτές τις εγκαταλελειμμένες αγροικίες της περιοχής, κι ο καθένας προχωρούσε βιαστικά, με το κεφάλι κατεβασμένο. Δεν κατευθύνονταν κάπου συγκεκριμένα, απλώς τάχυναν το βήμα τους χωρίς να αλληλοκοιτάζονται. Παρ’ ότι είχαν έναν ολόκληρο ποταμό στα πόδια τους, είχαν ξεχάσει να πλένονται. Ο Πέριν δεν είδε ούτε ένα πρόσωπο που να μην έχει επάνω του λίγδα, κανένα ρούχο που να μην έμοιαζε πολυφορεμένο και πάνω στο οποίο να μην υπήρχε λάσπη από τη σκληρή δουλειά. Όσο βαθύτερα προχωρούσαν στην πόλη, τόσο χειροτέρευε η βρωμιά. Υπέθεσε ότι, με τον καιρό, συνηθίζεις τα πάντα. Ωστόσο, το χειρότερο πράγμα απ’ όλα ήταν η σιωπή. Τα χωριά ήταν σιωπηλά μερικές φορές, αν κι όχι τόσο όσο τα δάση, αλλά η πόλη δεν έπαυε ποτέ να αναδίδει αυτή την αδιόρατη μουρμούρα, τον ήχο από τους μαγαζάτορες που διαλαλούν την πραμάτεια τους και από τους ανθρώπους που πηγαίνουν στις καθημερινές δουλειές τους. Στο Σο Χάμπορ, όμως, δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος. Η πόλη φάνταζε να μην αναπνέει καν.