Στάθηκε δύσκολο να πάρουν περαιτέρω οδηγίες, μια κι οι περισσότεροι άνθρωποι που προσέγγιζαν απομακρύνονταν βιαστικά μόλις τους μιλούσαν, αλλά τελικά ξεπέζεψαν μπροστά στην είσοδο ενός πανδοχείου που έμοιαζε αρκετά πολυτελές, με δύο ορόφους καλοδουλεμένης γκρίζας πέτρας κάτω από μια σχιστολιθική οροφή, και μια κρεμασμένη πινακίδα στην πρόσοψη, που δήλωνε ότι επρόκειτο για τη Χρυσή Μαούνα. Η επιγραφή ήταν ελαφρώς επιχρυσωμένη, όπως επίσης και τα σιτηρά που είχαν φορτωθεί στη μαούνα και παρέμεναν ακάλυπτα λες και δεν επρόκειτο ποτέ να πουληθούν. Κανένας ιπποκόμος δεν φάνηκε να βγαίνει από τους στάβλους πλάι στο πανδοχείο, οπότε οι λαβαροφόροι αναγκάστηκαν να φροντίσουν οι ίδιοι τα άλογα, μια δουλειά που δεν τους άρεσε καθόλου. Ο Τοντ ήταν τόσο απορροφημένος από τη θέα των βρώμικων ανθρώπων που προχωρούσαν βιαστικοί κι από το χάιδεμα στη λαβή του κοντόσπαθού του, ώστε ο Αναχαιτιστής κόντεψε να του δαγκώσει δύο δάχτυλα όταν ο άντρας έπιασε τα γκέμια του επιβήτορα. Ο Μαγιενός κι ο Γκεαλντανός εύχονταν να κρατούσαν λόγχες αντί για λάβαρα. Ο Φλαν κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Παρά τον πρωινό ήλιο, το φως έμοιαζε κάπως... σκιερό. Όταν μπήκαν, τα πράγματα δεν καλυτέρεψαν.
Εκ πρώτης όψεως, η κοινή αίθουσα επιβεβαίωνε την ευμάρεια του πανδοχείου, με τα γυαλισμένα στρογγυλά τραπέζια και τις άνετες καρέκλες, αντί για πάγκους, κάτω από μια ψηλή οροφή με στιβαρά δοκάρια. Στους τοίχους υπήρχαν ζωγραφισμένοι αγροί με κριθάρι, βρώμη και κεχρί, που ωρίμαζαν κάτω από έναν λαμπερό ήλιο, ενώ ένα ρολόι βαμμένο σε ζωηρές αποχρώσεις στηριζόταν σ’ ένα σκαλιστό πρέκι πάνω από ένα φαρδύ τζάκι από λευκή πέτρα. Ωστόσο, η εστία ήταν κρύα κι η ατμόσφαιρα σχεδόν εξίσου παγωμένη με έξω. Το ρολόι δεν λειτουργούσε κι η αλλοτινή γυαλάδα του είχε θαμπώσει. Παντού υπήρχε σκόνη. Οι μόνοι άνθρωποι στον χώρο ήταν έξι άντρες και πέντε γυναίκες, σκυμμένοι πάνω από τα ποτά τους γύρω από ένα οβάλ τραπέζι, μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα, που στεκόταν στο κέντρο του δωματίου.
Ένας από τους άντρες, με πρόσωπο χλωμό κάτω από τη γλίτσα, αναπήδησε βλαστημώντας μόλις εισήλθε ο Πέριν με τους υπόλοιπους. Μια παχουλή γυναίκα με ίσια, λιπαρά μαλλιά έφερε απότομα στο στόμα της μια κούπα από κασσίτερο, πασχίζοντας να πιει μια τόσο μεγάλη γουλιά, που το κρασί χύθηκε στα μάγουλά της. Ίσως έφταιγαν τα μάτια του, τελικά. Ίσως.
«Τι συνέβη σ’ αυτή την πόλη;» ρώτησε η Ανούρα με σταθερή φωνή, ρίχνοντας πίσω τον μανδύα της, λες κι η εστία ήταν αναμμένη. Το ήρεμο βλέμμα που έριξε στους ανθρώπους του τραπεζιού τούς έκανε να παγώσουν. Ξαφνικά, ο Πέριν συνειδητοποίησε ότι ούτε η Μασούρι ούτε η Σέονιντ τον είχαν ακολουθήσει στο εσωτερικό. Αμφέβαλλε αν τον περίμεναν στον δρόμο μαζί με τα άλογα. Ποιος ξέρει τι έκαναν αυτές κι οι Πρόμαχοι τους;
Ο άντρας που είχε αναπηδήσει τράβηξε με το δάχτυλό του τον γιακά του πανωφοριού του. Το πανωφόρι ήταν κάποτε ένα μπλε μάλλινο ρούχο με μια σειρά επίχρυσων κουμπιών στον λαιμό, αλλά στο μπροστινό μέρος φαίνεται πως είχε πέσει φαγητό εδώ κι αρκετό καιρό· ίσως το φαΐ που έτρωγε κατέληγε περισσότερο εκεί παρά στην κοιλιά του. Ανήκε κι αυτός στην κατηγορία των ανθρώπων που το πετσί κρεμόταν χαλαρό πάνω τους. «Τι... τι σ-σ-συνέβη, είπες, Άες Σεντάι;» τραύλισε.
«Μην πεις κουβέντα, Μάικαλ!» πετάχτηκε βιαστικά μια καταβεβλημένη γυναίκα. Το σκούρο της φόρεμα ήταν κεντητό στον ψηλό λαιμό και κατά μήκος των μανικιών, αλλά η βρωμιά ήταν τόση, που δεν ήσουν σίγουρος για τα χρώματα. Τα μάτια της ήταν βαθουλωμένοι λάκκοι. «Τι σε κάνει να πιστεύεις πως συνέβη κάτι, Άες Σεντάι;»
Η Ανούρα ήταν έτοιμη να της απαντήσει, αλλά μόλις άνοιξε το στόμα της, παρενέβη η Μπερελαίν. «Γυρεύουμε τους εμπόρους σιτηρών». Η έκφραση της Ανούρα δεν άλλαξε στο ελάχιστο, αλλά το στόμα της έκλεισε απότομα μ’ έναν δυνατό και ξερό ήχο.