«Μήπως σου φαίνονται βαρετά όλα αυτά;» Ο Μπασίρε γέλασε. «Μήπως θα ήθελες περισσότερη δράση; Η Τενόμπια δεν απέχει παρά πενήντα λεύγες βόρεια και, αν οι φήμες αληθεύουν, έχει φέρει μαζί της την Εθένιελ του Κάντορ, τον Πάιταρ του Άραφελ, ακόμα κι αυτόν τον Σιναρανό, τον Ήζαρ. Σύσσωμες οι δυνάμεις των Μεθόριων Χωρών είναι στο κατόπι μας, Τούμαντ. Στους δε Αντορινούς στο Μουράντυ δεν αρέσει διόλου που βρισκόμαστε στο Άντορ, έτσι έχω ακουστά, κι αν εκείνη η στρατιά των Άες Σεντάι, που έχει τεθεί εναντίον τους, δεν τους πετσοκόψει ή αν δεν το έχει κάνει ήδη, ίσως μας κυνηγήσουν κι αυτοί, κάτι που μπορεί να κάνουν αργά ή γρήγορα κι οι ίδιες οι Άες Σεντάι. Καλπάζουμε για τη δόξα του Αναγεννημένου Δράκοντα και δεν νομίζω πως οι αδελφές θα ξεχνούσαν κάτι τέτοιο. Ύστερα, Τούμαντ, υπάρχουν κι οι Σωντσάν. Ειλικρινά, πιστεύεις πως δεν θα τους ξαναδούμε; Το σίγουρο είναι ότι ή θα έρθουν αυτοί σ’ εμάς ή θα πάμε εμείς σ’ αυτούς. Όλοι εσείς οι νεαροί δεν αντιλαμβάνεστε τη δράση ούτε όταν βρίσκεται κάτω από τα μουστάκια σας!»
Σιγανοί καγχασμοί ξεπήδησαν κυματιστά από τους άντρες που τους ακολουθούσαν, άντρες λίγο-πολύ στην ηλικία του Μπασίρε. Ακόμα κι ο Τούμαντ μειδίασε, αποκαλύπτοντας τα λευκά του δόντια μέσα από τη γενειάδα του. Όλοι τους είχαν μετάσχει σε εκστρατεία στο παρελθόν, αν και πρώτη φορά σε τόσο αλλόκοτη. Ο Μπασίρε κορδώθηκε στη σέλα του κι άρχισε να κοιτάει έντονα ανάμεσα στα δέντρα, χωρίς όμως να είναι απόλυτα συγκεντρωμένος.
Η αλήθεια ήταν πως η Τενόμπια τον απασχολούσε πολύ. Το Φως μόνο ήξερε γιατί ο Ήζαρ κι οι υπόλοιποι είχαν αποφασίσει να αφήσουν το Σταχτοσύνορο, πόσω μάλλον να αποσπάσουν τόσους στρατιώτες προς τον Νότο όσους ανέφεραν οι διαδόσεις. Ακόμα, όμως, κι οι διαδόσεις ήταν μοιρασμένες. Αναμφίβολα, θα υπήρχαν αρκετά ικανοποιητικοί λόγοι και, αναμφίβολα, η Τενόμπια θα μοιραζόταν αυτούς τους λόγους. Ο Μπασίρε, όμως, την ήξερε καλά. Την είχε μάθει να ιππεύει, την είχε παρακολουθήσει να μεγαλώνει, και της είχε δώσει τη Σπασμένη Κορώνα μόλις πήρε τον θρόνο. Διοικούσε καλά, χωρίς να είναι ιδιαίτερα αυστηρή ή χαλαρή, κι ήταν έξυπνη, αν όχι σοφή, γενναία αλλά όχι απερίσκεπτη, αν κι η λέξη «παρορμητική» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικής. Υπήρχαν φορές που ακόμα κι η λέξη «θερμοκέφαλη» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικής. Ο Μπασίρε ήταν απόλυτα σίγουρος πως η Τενόμπια είχε τον δικό της στόχο, ξέχωρα από το τι σκόπευαν να κάνουν οι άλλοι. Κι αυτός ο στόχος ήταν το κεφάλι του Ντάβραμ Μπασίρε. Αν ήταν όντως έτσι, το πιθανότερο ήταν πως θα απέφευγε ξανά τη μακροχρόνια εξορία, έχοντας μάλιστα φθάσει τόσο μακριά. Όσο περισσότερο ανησυχούσε η Τενόμπια, τόσο δυσκολότερο ήταν να την πείσει κάποιος να τα παρατήσει. Πολύ περίπλοκο πρόβλημα. Θα έπρεπε να βρίσκεται στη Σαλδαία και να φυλάει το Σταχτοσύνορο, όπως κι ο ίδιος. Θα μπορούσε να τον καταδικάσει δις σε εσχάτη προδοσία για όσα έκανε από τότε που ήρθε στον Νότο, αλλά ο Μπασίρε εξακολουθούσε να αγνοεί αν έπρεπε να ακολουθήσει άλλο μονοπάτι. Η ανταρσία —η Τενόμπια μπορούσε να δώσει έναν ασαφέστατο χαρακτηρισμό στη λέξη αν ήθελε— η ανταρσία, λοιπόν, ήταν κάτι το αδιανόητο, κι άλλωστε εξακολουθούσε να θέλει το κεφάλι του γερά στερεωμένο στους ώμους του. Ναι, ήταν πράγματι ένα περίπλοκο κι ακανθώδες πρόβλημα.
Το στρατόπεδο που περιείχε τους οκτώ και κάτι χιλιάδες άντρες του ιππικού, που είχε αφήσει στην επιτήρηση των Ιλιανών και που πολέμησαν τους Σωντσάν, απλωνόταν φαρδύτερο από το στρατόπεδο στον Δρόμο της Ταρ Βάλον, αλλά δύσκολα θα έλεγες πως ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένο. Οι γραμμές των αλόγων ήταν ομοιόμορφες, έχοντας σε κάθε άκρη τους το αμόνι ενός πεταλωτή, απλωμένες ανάμεσα σε εξίσου ίσιες σειρές από μεγάλες, γκρίζες ή λευκές σαν κοχύλια σκηνές, αν και πάνω στις τελευταίες φαίνονταν πια αρκετά μπαλώματα. Ο κάθε άντρας ξεχωριστά ήταν έτοιμος να πηδήξει στο άλογο και να πολεμήσει μέσα σε πενήντα δευτερόλεπτα από το σάλπισμα μιας τρομπέτας, κι οι φρουρές είχαν τοποθετηθεί έτσι ώστε να ανταποκριθούν σε αυτό το κάλεσμα. Ακόμα κι οι σκηνές κι οι άμαξες των ακολούθων του στρατοπέδου, εκατό βήματα νότια των υπολοίπων, ήταν πιο τακτοποιημένες από εκείνες των στρατιωτών που πολιορκούσαν την πόλη, λες κι ακολούθησαν το παράδειγμα των Σαλδαίων. Κατά κάποιον τρόπο, τουλάχιστον.
Καθώς προχωρούσε με τη συνοδεία του, οι άντρες ανάμεσα στις γραμμές των αλόγων άρχισαν να κινούνται βεβιασμένα, γεμάτοι δυστροπία, λες κι είχε δοθεί το σύνθημα για να ιππεύσουν. Αρκετοί είχαν ξεθηκαρώσει τα ξίφη τους. Άκουσε κάποιους να τον φωνάζουν, αλλά μόλις είδε ένα μεγάλο πλήθος αντρών και γυναικών μαζεμένο στο κέντρο του στρατοπέδου, ένιωσε ένα περίεργο μούδιασμα μέσα του. Σπιρούνισε το άλογά του κι ο Γοργός ξεχύθηκε μπροστά. Δεν είχε ιδέα αν τον ακολουθούσε κάποιος ή όχι. Δεν άκουγε τίποτα, παρά μόνο τον ρυθμικό χτύπο του αίματος μέσα στα αυτιά του, και δεν έβλεπε τίποτα άλλο από το πλήθος που είχε μαζευτεί μπροστά στη σκηνή του με τη μυτερή οροφή. Τη σκηνή που μοιραζόταν με την Ντέιρα.