Выбрать главу

Όσοι ήταν μαζεμένοι στο στρογγυλό τραπέζι αλληλοκοιτάζονταν για κάμποση ώρα. Η καταβεβλημένη γυναίκα περιεργάστηκε για μια στιγμή την Ανούρα και κατόπιν το βλέμμα της στάθηκε στην Μπερελαίν, ειδικά στα μετάξια και τις φλογοσιαγόνες. Και στο στέμμα. Άπλωσε τη φούστα της, κάνοντας μια υπόκλιση. «Εμείς αποτελούμε τη συντεχνία των εμπόρων του Σο Χάμπορ, Αρχόντισσα. Όσοι απομείναμε από...» Έκανε μια παύση και πήρε μια βαθιά και τρεμουλιαστή ανάσα. «Λέγομαι Ραχίμα Άρνον, Αρχόντισσά μου. Πώς μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε;»

Οι έμποροι φάνηκαν να ζωηρεύουν λιγάκι μόλις έμαθαν ότι οι επισκέπτες είχαν έρθει για να αγοράσουν σιτηρά και διάφορες άλλες προμήθειες, λάδι για τους φανούς και το μαγείρεμα, φασόλια, βελόνες και καρφιά για τα πέταλα των αλόγων, ρούχα και κεριά κι ένα σωρό άλλα πράγματα, απαραίτητα για έναν καταυλισμό. Αν μη τι άλλο, ο αρχικός τους φόβος υποχώρησε κάπως. Οποιοσδήποτε κοινός έμπορος άκουγε τη λίστα της Μπερελαίν θα δυσκολευόταν να μη χαμογελάσει από πλεονεξία, αλλά ετούτοι εδώ...

Η Κυρά Άρνον φώναξε στην πανδοχέα να φέρει κρασί —«φέρε το καλύτερο, και γρήγορα»— αλλά όταν μια γυναίκα με μακρόστενη μύτη ξεπρόβαλε διστακτικά στην κοινή αίθουσα, η Κυρά Άρνον έσπευσε να την πιάσει από το λερωμένο της μανίκι για να μην εξαφανιστεί ξανά. Ο τύπος με το πανωφόρι που είχε λεκέδες από φαγητό φώναξε σε κάποιον ονόματι Σπίραλ να φέρει τα βάζα με τα δείγματα, αλλά αφού φώναξε τρεις φορές δίχως να πάρει απάντηση, άφησε ένα νευρικό γέλιο και κίνησε για το πίσω δωμάτιο, επιστρέφοντας ένα λεπτό αργότερα με τα μπράτσα του τυλιγμένα γύρω από τρία μεγάλα κυλινδρικά ξύλινα δοχεία, τα οποία ακούμπησε στο τραπέζι εξακολουθώντας να γελάει. Οι υπόλοιποι φάνταζαν σαν συνονθύλευμα ανθρώπων που γελούσαν σπασμωδικά καθώς υποκλίνονταν, οδηγώντας την Μπερελαίν σ’ ένα κάθισμα στην κορυφή του οβάλ τραπεζιού, άντρες και γυναίκες με λιγδερά πρόσωπα που ξύνονταν διαρκώς, προφανώς χωρίς να καταλαβαίνουν τι έκαναν. Ο Πέριν δίπλωσε τα γάντια του μέσα από το ζωνάρι του κι ακούμπησε σε έναν χρωματιστό τοίχο, παρακολουθώντας τους.

Είχαν συμφωνήσει να αφήσουν στην Μπερελαίν το θέμα του παζαριού. Η γυναίκα δεν είχε πρόβλημα να παραδεχτεί, αν και κάπως απρόθυμα, ότι ο Πέριν γνώριζε περισσότερα από την ίδια για το αλογίσιο κρέας, αλλά εκείνη είχε κάνει διαπραγματεύσεις που κάλυπταν πωλήσεις εφάμιλλες ενός χρόνου συγκομιδής μούρουνέλαιου. Η Ανούρα χαμογέλασε αδρά στη σκέψη ότι ένα τρομαγμένο επαρχιωτόπουλο μπορεί να πρόσφερε βοήθεια. Φυσικά, ποτέ δεν τον αποκαλούσε έτσι —τα «Άρχοντά μου» έδιναν κι έπαιρναν, μιμούμενη τη Μασούρι και τη Σέονιντ— αλλά ήταν ολοφάνερο πως θεωρούσε ότι μερικά πράγματα υπερέβαιναν τις δυνατότητές του. Τώρα, είχε πάψει να χαμογελάει, και στεκόταν πίσω από την Μπερελαίν, κοιτώντας εξεταστικά τους εμπόρους, λες κι ήθελε να απομνημονεύσει τα πρόσωπά τους.

Η πανδοχέας έφερε κρασί σε κούπες από κασσίτερο, που είχαν βδομάδες —ίσως και μήνες— να καθαριστούν με πανί, αλλά ο Πέριν απλώς ατένισε το κρασί του και το ανακάτεψε μέσα στην κούπα. Η Κυρά Βαντέρε, η πανδοχέας, είχε βρωμιές κάτω από τα νύχια της και λίγδα ανάμεσα στις αρθρώσεις της, που έμοιαζε να έχει γίνει ένα με το δέρμα της. Ο Πέριν πρόσεξε ότι κι ο Γκαλίν, ο οποίος στεκόταν με την πλάτη στον απέναντι τοίχο και με το ένα χέρι ακουμπισμένο στη λαβή του σπαθιού του, κρατούσε την κούπα του δίχως να την αγγίζει, το ίδιο κι η Μπερελαίν. Ο Κιρέγιν μύρισε το δικό του κρασί, ρούφηξε μια μεγάλη γουλιά κι είπε στην Κυρά Βαντέρε να του φέρει ολόκληρη κανάτα.

«Αρκετά νερουλό για να θεωρηθεί το καλύτερό σας», είπε στη γυναίκα, μιλώντας κάπως ένρινα και κοιτώντας την κούπα του, «αλλά καλό για να ξεπλύνει τη δυσωδία». Η γυναίκα τον κοίταξε με άδειο βλέμμα και κατόπιν έφερε στο τραπέζι μια ψηλή τσίγκινη κανάτα, χωρίς να πει λέξη. Ο Κιρέγιν, προφανώς, εξέλαβε τη σιωπή της ως ένδειξη σεβασμού.

Ο Αφέντης Κρόσιν, ο τύπος με το λερωμένο από το φαγητό πανωφόρι, ξεβίδωσε τα σκεπάσματα των ξύλινων δοχείων κι άρχισε να σκορπίζει στο τραπέζι ξεφλουδισμένα δείγματα σταριού από αυτό που θα τους πρόσφεραν, κίτρινο κεχρί και καφετιά βρώμη, ενώ το κριθάρι ήταν κάπως πιο καφετί από το συνηθισμένο. Φαίνεται πως δεν είχε βρέξει πριν από τη συγκομιδή. «Άψογης ποιότητας, όπως βλέπετε», είπε.

«Ναι, είναι ό,τι καλύτερο». Το χαμόγελο χάθηκε προς στιγμήν από το πρόσωπο της Κυράς Άρνον, αλλά η γυναίκα το επανέφερε. «Πουλάμε μονάχα την καλύτερη σοδειά».

Για άνθρωποι που διατυμπάνιζαν την πραμάτεια τους ως την καλύτερη, δεν φαίνονταν να παζαρεύουν πολύ σκληρά. Ο Πέριν είχε δει άντρες και γυναίκες στην πατρίδα του να πουλάνε το προβατίσιο μαλλί και το ταμπάκ σε εμπόρους από το Μπάερλον υποτιμώντας πάντα τις προσφορές των αγοραστών, παραπονούμενοι μερικές φορές πως οι έμποροι προσπαθούσαν να τους κάνουν ζητιάνους, τη στιγμή που η τιμή ήταν διπλάσια απ’ ό,τι τον περασμένο χρόνο, ή να προτείνουν ότι έπρεπε να περιμένουν τον επόμενο χρόνο για να πουλήσουν. Ήταν κάτι σαν περίτεχνος χορός, σαν κι αυτούς στις γιορτές.