Выбрать главу

«Υποθέτω πως θα μπορούσαμε να κατεβάσουμε την τιμή για μια τόσο μεγάλη ποσότητα», είπε στην Μπερελαίν ένας καραφλός άντρας ξύνοντας την γκριζωπή του γενειάδα, η οποία ήταν κοντοκομμένη κι αρκετά λιπαρή, ώστε κολλούσε πάνω στα μάγουλά του. Ο Πέριν, βλέποντας τον άντρα, είχε την χάση να ξύσει τη δική του.

«Ο χειμώνας ήταν σκληρός», μουρμούρισε μια στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα. Μόνο δύο από τους υπόλοιπους εμπόρους μπήκαν στον κόπο να της ρίξουν μια βλοσυρή ματιά.

Ο Πέριν ακούμπησε την κούπα με το κρασί σε ένα κοντινό τραπέζι και προχώρησε προς το μέρος της ομήγυρης, στο κέντρο του δωματίου. Η Ανούρα τού έριξε ένα κοφτό, προειδοποιητικό βλέμμα, αλλά κάμποσοι από τους εμπόρους τον κοίταξαν περίεργα και με επιφύλαξη. Ο Γκαλίν είχε ξανακάνει τις συστάσεις, αλλά δεν ήταν πολύ ξεκάθαρο αν ετούτοι εδώ οι τύποι ήξεραν πού ακριβώς βρισκόταν το Μαγιέν ή πόσο ισχυρό ήταν, οι δε Δύο Ποταμοί σήμαιναν γι’ αυτούς μόνο ταμπάκ καλής ποιότητας. Το Διποταμίτικο ταμπάκ ήταν πασίγνωστο. Αν δεν ήταν παρούσες οι Άες Σεντάι, το χρώμα των ματιών του θα τους είχε κάνει να το βάλουν στα πόδια. Επικράτησε σιωπή, καθώς ο Πέριν μάζεψε με το χέρι του μια χούφτα κεχρί, οι μικροσκοπικές σφαίρες του οποίου φάνταζαν μαλακές κι έντονα κιτρινωπές στην παλάμη του. Οι σπόροι αυτοί ήταν το πρώτο καθαρό πράγμα που είχε δει σ’ αυτή την πόλη. Αφήνοντας τους σπόρους να κατρακυλήσουν πάνω στο τραπέζι, πήρε στα χέρια του ένα από τα σκεπάσματα των δοχείων. Οι κλωστές που ήταν περασμένες πάνω στο ξύλο ήταν ανθεκτικές κι άφθαρτες. Το καπάκι ταίριαζε τέλεια. Το βλέμμα της Κυράς Άρνον αποτραβήχτηκε από πάνω του κι η γυναίκα έγλειψε τα χείλη της.

«Θα ήθελα να δω τα σιτηρά στις αποθήκες», είπε ο Πέριν. Οι μισοί από τους παριστάμενους στο τραπέζι μόρφασαν νευρικά.

Η Κυρά Άρνον ανασηκώθηκε μαινόμενη. «Δεν πουλάμε κάτι που δεν έχουμε. Αν επιθυμείς να περάσεις μερικές ώρες μέσα στο κρύο, μπορείς να παρακολουθήσεις τους εργάτες μας να φορτώνουν τα σακιά στις άμαξες σας».

«Πάνω που θα πρότεινα κι εγώ μια επίσκεψη στις αποθήκες», παρενέβη η Μπερελαίν. Σηκώθηκε, έβγαλε τα κόκκινα γάντια από τη ζώνη της κι άρχισε να τα φοράει. «Δεν αγοράζω ποτέ εμπόρευμα αν δεν δω πρώτα τις αποθήκες».

Οι ώμοι της Κυράς Άρνον βαθούλωσαν κι ο καραφλός άντρας ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι απελπισμένος. Κανείς δεν είπε τίποτα.

Οι αποθαρρυμένοι έμποροι δεν μπήκαν στον κόπο να φέρουν τους μανδύες τους πριν τους οδηγήσουν έξω, στον δρόμο. Η απαλή αύρα είχε μεταβληθεί σε παγερό αέρα, χαρακτηριστικό του τέλους του χειμώνα, όταν ο κόσμος προσμένει την άνοιξη, αλλά δεν φάνηκαν να τον προσέχουν καν. Το κύρτωμα των ώμων τους δεν είχε να κάνει με το κρύο.

«Μπορούμε να πηγαίνουμε τώρα, Άρχοντα Πέριν;» ρώτησε ανήσυχα ο Φλαν, όταν ο Πέριν κι οι υπόλοιποι έκαναν την εμφάνισή τους. «Το μέρος αυτό με κάνει να θέλω να πλυθώ». Η Ανούρα τον κοίταξε συνοφρυωμένη καθώς τον προσπερνούσε, κάτι που τον έκανε να μορφάσει σαν να ήταν κι αυτός έμπορος. Ο Φλαν τής χαμογέλασε κατευναστικά, αλλά η προσπάθειά του ήταν αμελητέα κι η γυναίκα ήδη του είχε γυρίσει την πλάτη.

«Μόλις μπορέσω να τα κανονίσω», αποκρίθηκε ο Πέριν. Οι έμποροι ήδη κατηφόριζαν βιαστικά τον δρόμο, με κεφάλια σκυφτά και χωρίς να κοιτούν κανέναν. Η Μπερελαίν κι η Ανούρα κατάφερναν να τους ακολουθήσουν χωρίς να φαίνονται ότι βιάζονται, σαν να γλιστρούσαν στο πλακόστρωτο, συγκροτημένες κι οι δυο τους, σαν δύο όμορφες κυρίες που έκαναν περίπατο και δεν έδιναν δεκάρα για τη βρώμα κάτω από τα πόδια τους ή για τη δυσωδία στον αέρα ή για τους βρωμιάρηδες που ξαφνιάζονταν όταν τις έβλεπαν και, μερικές φορές, το έβαζαν ταχύτατα στα πόδια. Ο Γκαλίν είχε φορέσει, τελικά, την περικεφαλαία του και κρατούσε τη λαβή του ξίφους του και με τα δύο χέρια, σαν έτοιμος να το τραβήξει. Ο Κιρέγιν είχε ακουμπισμένη την περικεφαλαία στους γοφούς του, ενώ με το άλλο χέρι κρατούσε την κούπα με το κρασί του. Παρατηρώντας περιφρονητικά τους ανθρώπους με τα βρώμικα πρόσωπα που περνούσαν από μπροστά του, μύρισε το κρασί του σαν να ήταν ένα μείγμα αρωματικών ικανό να εξουδετερώσει την μπόχα της πόλης.

Οι αποθήκες βρίσκονταν σ’ ένα λιθόστρωτο δρομάκι, ελάχιστα φαρδύτερο από άμαξα, ανάμεσα στα δύο τείχη της πόλης. Οι οσμές εδώ ήταν κάπως πιο ανεκτές, μια και το ποτάμι ήταν κοντά, αλλά ο ανεμοδαρμένος δρόμος ήταν άδειος, πλην του Πέριν και των υπολοίπων. Ούτε αδέσποτο σκυλί δεν έβλεπες. Ούτως ή άλλως, όταν μια πόλη λιμοκτονούσε, τα σκυλιά εξαφανίζονταν, αλλά γιατί να φτάσει σε σημείο λιμοκτονίας μια πόλη με αρκετά σιτηρά; Ο Πέριν έδειξε στην τύχη μια διώροφη αποθήκη που δεν είχε καμία διαφορά από τις προηγούμενες, ένα πέτρινο κτήριο χωρίς παράθυρα και μ’ ένα ζευγάρι φαρδιές ξύλινες πόρτες, που ήταν ερμητικά κλεισμένες με μια ξύλινη μπάρα, η οποία, από το μέγεθός της και μόνο, θα μπορούσε να χρησιμεύσει για δοκάρι οροφής στη Χρυσή Μαούνα.