Выбрать главу

Οι έμποροι συνειδητοποίησαν ξαφνικά ότι είχαν ξεχάσει να φέρουν μαζί τους άντρες για να μετακινήσουν την μπάρα, και προσφέρθηκαν να γυρίσουν πίσω για να ειδοποιήσουν κάποιους. Η Αρχόντισσα Μπερελαίν κι η Ανούρα Σεντάι μπορούσαν, αν επιθυμούσαν, να αναπαυτούν μπροστά στη φωτιά στη Χρυσή Μαούνα, ενόσω οι άλλοι θα έψαχναν για εργάτες. Ήταν σίγουροι πως η Κυρά Βαντέρε θα είχε ανάψει το τζάκι. Ωστόσο, όλοι σίγησαν μόλις ο Πέριν έβαλε το χέρι του κάτω από το παχύ δοκάρι και το τράβηξε προς τα επάνω, αποκολλώντας το από τα ξύλινα υποστηρίγματα. Το πράγμα ήταν αρκετά βαρύ, αλλά το κράτησε καλά, έτσι ώστε να κάνει χώρο για να γυρίσει και να το πετάξει στον δρόμο μ’ έναν δυνατό κρότο. Οι έμποροι τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι. Μάλλον έβλεπαν για πρώτη φορά έναν άντρα με μεταξένιο πανωφόρι να κάνει κάτι που θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί αγγαρεία. Ο Κιρέγιν έστρεψε τη ματιά του προς τα επάνω και μύρισε άλλη μία φορά το κρασί του.

«Φανάρια», είπε άτολμα η Κυρά Άρνον. «Θα χρειαστούμε φανάρια ή δαυλούς. Αν...»

Μια φωτεινή μπάλα εμφανίστηκε ναι αιωρείται πάνω από την παλάμη της Ανούρα, αρκετά λαμπερή στο γκρίζο πρωινό, για να ρίχνει αχνές σκιές στο λιθόστρωτο και (στους πέτρινους τοίχους. Κάποιοι από τους εμπόρους σήκωσαν τα χέρια τους μπροστά στα μάτια τους για να τα προστατεύσουν. Ένα λεπτό αργότερα, ο Αφέντης Κρόσιν τράβηξε τη μία πόρτα από έναν σιδερένιο κρίκο.

Η οσμή του εσωτερικού ήταν η γνώριμη, διαπεραστική μυρωδιά του κριθαριού, αρκετά έντονη για να καλύπτει την μπόχα της πόλης, ανακατεμένη με κάτι άλλο. Μικρές, αδιόρατες μορφές γλίστρησαν βιαστικά στις σκιές που δημιουργούσε ο φωτισμός της Ανούρα. Ο Πέριν θα έβλεπε καλύτερα χωρίς αυτόν ή, τουλάχιστον, θα μπορούσε να παρατηρήσει βαθύτερα στο σκοτάδι. Η λαμπερή μπάλα δημιουργούσε μια μεγάλη λίμνη φωτός, που εμπόδιζε να φανεί οτιδήποτε υπήρχε πιο πέρα. Ο Πέριν οσμίστηκε γάτα, μάλλον άγρια. Και αρουραίο, επίσης. Ένα ξαφνικό τσίριγμα από τα σκοτεινά βάθη της αποθήκης, που κόπηκε απότομα, μαρτυρούσε τη συνάντηση της γάτας με τον αρουραίο. Ανέκαθεν υπήρχαν αρουραίοι στις σιταποθήκες, καθώς και γάτες που τους κυνηγούσαν. Ήταν κάτι βολικό και φυσικό ταυτόχρονα, αρκετό για να καταπραΰνει τις ανησυχίες του. Σχεδόν, δηλαδή. Ωστόσο, μύρισε και κάτι άλλο, μια οσμή που θα έπρεπε να αναγνωρίσει. Ένα μανιασμένο ουρλιαχτό μέσα στην αποθήκη μετατράπηκε σε ολοένα και πιο έντονες κραυγές πόνου που έσβησαν ξαφνικά. Προφανώς, οι αρουραίοι του Σο Χάμπορ ανχαπέδιδαν το κυνήγι μερικές φορές. Οι τρίχες στον σβέρκο του Πέριν αναδεύτηκαν ξανά, αλλά σίγουρα εδώ δεν υπήρχε τίποτα σημαντικό για να κατασκοπεύσει ο Σκοτεινός. Οι περισσότεροι αρουραίοι δεν ήταν παρά απλοί αρουραίοι.

Δεν ήταν ανάγκη να προχωρήσει πιο βαθιά. Χοντροφτιαγμένοι σάκοι που σχημάτιζαν ψηλές λοξές στοίβες γέμιζαν το σκοτάδι, τοποθετημένοι πάνω σε χαμηλές ξύλινες πλατφόρμες, για να προφυλάσσονται από το πέτρινο δάπεδο. Ολόκληρες σειρές από στοίβες που έφθαναν σχεδόν μέχρι το ταβάνι, κι άλλες τόσες στον επάνω όροφο. Αν μη τι άλλο, το κτήριο αυτό διέθετε αρκετό σιτάρι για να θρέψει τους κατοίκους επί βδομάδες. Πηγαίνοντας προς το μέρος του πλησιέστερου σάκου, ο Πέριν τράβηξε το μαχαίρι από το ζωνάρι του, πλησίασε έναν σάκο σε ανοικτό καφετί χρώμα και χάραξε τις σκληρές φυτικές ίνες. Ένας χείμαρρος από κόκκους κριθαριού ξεχύθηκε. Κάτω από τη λάμψη του έντονου φωτισμού της Ανούρα, διακρίνονταν ξεκάθαρα μαύρα σημαδάκια που σπαρταρούσαν. Σιταρόψειρες, τόσες όσοι κι οι κόκκοι του κριθαριού σχεδόν. Η μυρωδιά τους ήταν εντονότερη από τη μυρωδιά του κριθαριού. Σιταρόψειρες. Ο Πέριν ευχήθηκε να έπαυαν επιτέλους να σηκώνονται οι τρίχες του. Το κρύο θα έπρεπε να είναι αρκετό για να τις σκοτώσει.

Ο συγκεκριμένος σάκος ήταν η απόδειξη, κι επιπλέον η μύτη του γνώριζε καλά τη μυρωδιά των σιταρόψειρων, αλλά ο Πέριν κατευθύνθηκε και σε μια άλλη στοίβα, και κατόπιν σε μια άλλη και σε μια άλλη, σκίζοντας κάθε φορά την επιφάνειά τους. Από κάθε στοίβα ξεχύνονταν κόκκοι κριθαριού σε αχνό καφετί χρώμα και μαύρες σιταρόψειρες.

Οι έμποροι στέκονταν μαζεμένοι στην είσοδο, έχοντας για φόντο το φως της ημέρας, αλλά η λάμψη της Ανούρα έλουζε τα πρόσωπά τους, κάνοντάς τα ανάγλυφα. Πρόσωπα γεμάτα ανησυχία κι απελπισία.