Выбрать главу

«Πολύ ευχαρίστως να κοσκινίσουμε κάθε σάκο προς πώληση», είπε η Κυρά Άρνον με κάποια αστάθεια στη φωνή της, «με μια επιπρόσθετη...»

«Το αγοράζω στη μισή τιμή από εκείνη που πρότεινα προηγουμένως», την έκοψε απότομα η Μπερελαίν. Ζαρώνοντας τη μύτη της, αηδιασμένη, τράβηξε τη φούστα της μακριά από τις σιταρόψειρες που σεργιάνιζαν ανάμεσα στους κόκκους του δαπέδου. «Ποτέ δεν θα πιάσετε την τιμή που προτείνετε».

«Και μακριά από το κεχρί», είπε βλοσυρά ο Πέριν. Οι άντρες του είχαν ανάγκη τροφής, όπως επίσης κι οι στρατιώτες, αλλά οι κόκκοι του κεχριού ήταν ελάχιστα μεγαλύτεροι από τις σιταρόψειρες. Όσο κι αν τους κοσκίνιζε, θα παρέμενε ίση ποσότητα κόκκων και σιταρόψειρων. «Καλύτερα να πάρουμε επιπλέον φασόλια, αφού φυσικά κοσκινιστούν κι αυτά».

Ξαφνικά, κάποιος ούρλιαξε απ’ έξω, στον δρόμο. Δεν ήταν γάτα, ούτε αρουραίος, αλλά η τρομαγμένη κραυγή ενός άντρα. Ο Πέριν δεν συνειδητοποίησε πότε τράβηξε το τσεκούρι του, μέχρι που αντιλήφθηκε να κρατάει τη λαβή με το χέρι του καθώς έκανε στην άκρη τους εμπόρους για να περάσει από την πόρτα. Αυτοί μαζεύτηκαν ξανά κοντά-κοντά, γλείφοντας νευρικά τα χείλη τους και μη δίνοντας καν σημασία ποιος είχε ουρλιάξει.

Ο Κιρέγιν ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο της απέναντι αποθήκης, με τη λαμπερή του περικεφαλαία με το λευκό φτερό να κείτεται στο πεζοδρόμιο, πλάι στην κούπα με το κρασί του. Το ξίφος του άντρα είχε μισοβγεί από το θηκάρι, αλλά ο ίδιος έμοιαζε μαρμαρωμένος, ατενίζοντας με γουρλωτά μάτια τον τοίχο του κτηρίου από το οποίο μόλις είχε ξεπεταχτεί ο Πέριν. Ο Πέριν τον άγγιξε στο μπράτσο κι ο άντρας αναπήδησε.

«Είδα έναν άντρα», είπε κάπως αβέβαια ο Γκεαλντανός. «Ήταν εκεί. Με κοίταξε και...» Ο Κιρέγιν έτριψε με το χέρι του το πρόσωπό του. Παρά το κρύο, σταγόνες ιδρώτα λαμπύριζαν στο μέτωπό του. «Πέρασε μέσα από τον τοίχο. Αλήθεια σου λέω. Πρέπει να με πιστέψεις». Κάποιος βόγκηξε. Κάποιος από τους εμπόρους, σκέφτηκε ο Πέριν.

«Τον είδα κι εγώ», είπε η Σέονιντ πίσω του, κι ήταν η σειρά του Πέριν να αναπηδήσει. Η μύτη του ήταν άχρηστη σ’ αυτόν τον τόπο!

Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον τοίχο που είχε υποδείξει ο Κιρέγιν, η Άες Σεντάι απομακρύνθηκε με πρόδηλη απροθυμία. Οι Πρόμαχοι της ήταν ψηλοί άντρες κι έμοιαζαν να δεσπόζουν από πάνω της, αλλά κράτησαν μια απόσταση ίσα-ίσα για να έχουν χώρο να τραβήξουν τα σπαθιά τους, παρ’ όλο που ο Πέριν αδυνατούσε να φανταστεί τι θα αντιμετώπιζαν οι βλοσυροί Πρόμαχοι σε περίπτωση που η Σέονιντ σοβαρολογούσε.

«Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο να πω ψέματα, Άρχοντα Πέριν», είπε ξερά η Σέονιντ όταν ο Πέριν εξέφρασε τις αμφιβολίες του, αλλά ο τόνος της φωνής της άλλαξε γρήγορα κι έγινε σοβαρός, όπως κι η έκφρασή της, το δε βλέμμα της ήταν τόσο αποφασιστικό, που από μόνο του έκανε τον Πέριν να αισθάνεται ανησυχία. «Οι νεκροί κυκλοφορούν στο Σο Χάμπορ. Ο Αφέντης Κάουλιν το έσκασε από την πόλη επειδή φοβόταν το πνεύμα της συζύγου του. Οι γνώμες διίστανται σχετικά με το πώς πέθανε. Δεν υπάρχει άντρας ή γυναίκα στην πόλη που να μην έχει δει ποτέ νεκρό, για να μην πω ότι οι πιο πολλοί έχουν δει περισσότερους από έναν. Μερικοί λένε πως έχει πεθάνει κόσμος από το άγγιγμα κάποιου νεκρού. Αδυνατώ να το επιβεβαιώσω, αλλά είναι αλήθεια ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που πέθαναν από τρόμο, ενώ άλλοι εξαιτίας αυτής της φήμης. Κανείς δεν βγαίνει έξω νυχτιάτικα στο Σο Χάμπορ, ούτε πηγαίνει κάπου απροειδοποίητα. Οι κάτοικοι τρομάζουν με τις σκιές κι αναπηδούν με το παραμικρό, ενώ κάποιες φορές βρίσκουν τον σύζυγο, τη γυναίκα ή κάποιον γείτονα νεκρό μπροστά στα πόδια τους. Δεν πρόκειται για υστερία ή για παραμύθια για να τρομάζουν τα παιδιά, Άρχοντα Πέριν. Δεν έχω ακούσει ποτέ μου κάτι παρόμοιο, αλλά είναι αλήθεια. Πρέπει να αφήσεις μία από εμάς εδώ, να κάνει ό,τι είναι δυνατόν».

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι του αργά. Δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει την απώλεια μιας Άες Σεντάι, εφ’ όσον σκόπευε να ελευθερώσει τη Φάιλε. Η Κυρά Άρνον άρχισε να κλαψουρίζει πριν ακόμα ο Πέριν προλάβει να πει: «Το Σο Χάμπορ πρέπει να αντιμετωπίσει μόνο του τους νεκρούς του».

Ο φόβος των νεκρών, πάντως, εξηγούσε αρκετά. Μπορεί ο κόσμος να ήταν πολύ φοβισμένος για να σκεφτεί ότι έπρεπε να ασχοληθεί με την καθαριότητα, αλλά ήταν κάπως απίθανο να είχαν καταβληθεί όλοι ανεξαιρέτως από φόβο. Φαίνεται πως απλώς είχαν αφεθεί. Επιπλέον, πού ακούστηκε να ευδοκιμούν σιταρόψειρες στην παγωνιά του χειμώνα; Στο Σο Χάμπορ σεργιάνιζε κάτι πολύ χειρότερο από τα πνεύματα των νεκρών, και τα ένστικτά του του έλεγαν να το βάλει στα πόδια χωρίς να ρίξει ματιά πίσω. Μακάρι να μπορούσε.