27
Τι Πρέπει να Γίνει
Το κοσκίνισμα έλαβε χώρα στη χιονοσκέπαστη ανατολική όχθη του ποταμού, σ’ ένα σημείο όπου δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο για τον λυσσασμένο βοριά. Άντρες και γυναίκες της πόλης μετέφεραν σακιά μέσω των γεφυρών σε τέθριππα, σε καρότσες του ενός αλόγου, ακόμα και σε χειράμαξες. Συνήθως, οι αγοραστές έφερναν τις δικές τους άμαξες στις αποθήκες ή, στη χειρότερη περίπτωση, το σιτάρι και τα αποξηραμένα φασόλια έπρεπε να κουβαληθούν έως τις αποβάθρες, αλλά ο Πέριν δεν σκόπευε να στείλει στο Σο Χάμπορ τους αμαξηλάτες του ή οποιονδήποτε άλλον. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που δεν πήγαινε καλά σε τούτη την πόλη, ίσως ήταν μεταδοτικό. Ούτως ή άλλως, οι αμαξηλάτες ήταν ήδη ανήσυχοι και κοιτούσαν συνοφρυωμένοι τους λερούς κατοίκους, οι οποίοι δεν μιλούσαν ποτέ, αλλά γελούσαν νευρικά όποτε τύχαινε να τους κοιτάξουν κατάματα. Οι έμποροι με τα λιγδωμένα πρόσωπα, που επέβλεπαν τις εργασίες, δεν ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Στην πατρίδα των αμαξηλατών, την Καιρχίν, οι έμποροι ήταν καθαροί και σεβάσμιοι άνθρωποι, φαινομενικά αν μη τι άλλο, που σπάνια αναπηδούσαν τρομαγμένοι επειδή κάποιος είχε κινηθεί στην περιφέρεια του οπτικού τους πεδίου. Επομένως, δεν ήταν παράξενο που οι αμαξηλάτες ένιωθαν νευρικότητα όταν, από τη μία, είχαν τους εμπόρους που κοιτούσαν καχύποπτα όποιον δεν γνώριζαν κι, από την άλλη, τους κατοίκους της πόλης που έσερναν τα βήματά τους καθώς διέσχιζαν τις γέφυρες κι έμοιαζαν απρόθυμοι να επιστρέψουν στο εσωτερικό των τειχών. Επομένως, το μόνο που τους έμενε ήταν να σχηματίσουν μικρές ομάδες, άντρες και γυναίκες με κατάχλωμο δέρμα και σκούρα ρούχα, που άδραχναν τις λαβές των μαχαιριών στις ζώνες τους κι ατένιζαν τους ψηλότερους ντόπιους σαν να ήταν τρελαμένοι φονιάδες.
Ο Πέριν προχωρούσε έφιππος με αργό βηματισμό, παρακολουθώντας το κοσκίνισμα κι εξετάζοντας τις σειρές των αμαξών που περίμεναν να φορτωθούν, κι εκτείνονταν πέρα από το ύψωμα και το οπτικό του πεδίο, όπως επίσης και τα τέθριππα, τις καρότσες και τις χειράμαξες της πόλης, που κυλούσαν αργά πάνω στις γέφυρες. Βεβαιώθηκε πως φαινόταν από παντού. Δεν ήταν σίγουρος γιατί οι άλλοι ένιωθαν ήσυχοι βλέποντάς τον να προσποιείται τον αδιάφορο, αλλά αυτό συνέβαινε. Πάλι καλά που δεν το είχε βάλει κανείς στα πόδια, αν κι όλοι εξακολουθούσαν να λοξοκοιτάζουν καχύποπτα τους κατοίκους του Σο Χάμπορ. Ωστόσο, κρατούσαν αποστάσεις, και καλά έκαναν. Αν τους καρφωνόταν η ιδέα ότι μερικοί από δαύτους μπορεί να μην έφευγαν ζωντανοί από το Σο Χάμπορ, οι μισοί θα τσιγκλούσαν τα άλογά τους, αναγκάζοντάς τα να πάρουν στροφή επί τόπου, κι όπου φύγει, φύγει. Από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι δεν θα περίμεναν καν να πέσει η νύχτα, με τον ερχομό της οποίας οι σχετικές ιστορίες θα ήταν ικανές να τους τρελάνουν για τα καλά. Ο ισχνός ήλιος, κρυμμένος σχεδόν από την γκρίζα συννεφιά, είχε να διανύσει άλλον τόσο δρόμο στον ουρανό μέχρι να φτάσει στο ζενίθ, αλλά γινόταν όλο και πιο προφανές ότι θα χρειαζόταν να παραμείνουν εκεί και κατά τη διάρκεια της νύχτας, ίσως και παραπάνω. Το σαγόνι του σφίχτηκε από την προσπάθεια να σταματήσει τον τριγμό των δοντιών του, ενώ ακόμα κι ο Νιλντ άρχισε να αποφεύγει τα κατσουφιάσματά του. Δεν είχε όρεξη ν’ αρπαχτεί με κανέναν.
Το κοσκίνισμα ήταν κοπιαστική διαδικασία. Κάθε σάκος έπρεπε να ανοιχτεί και να εκκενωθεί σε μεγάλα επίπεδα ψάθινα καλάθια, ενώ ήταν απαραίτητη η βοήθεια δύο αντρών για να αδειάσουν τα σιτηρά ή τα φασόλια. Ο ψυχρός άνεμος παρέσυρε μακριά τις σιταρόψειρες, κάνοντάς τες να μοιάζουν με χαλάζι από μαύρα στίγματα, ενώ οι άντρες κι οι γυναίκες που είχαν εφοδιαστεί με πλεχτές αμφιδέξιες βεντάλιες πρόσθεταν κάτι στις ριπές του αέρα. Ένα γοργό ρεύμα παρέσυρε οτιδήποτε έπεφτε στο ποτάμι, αλλά σύντομα το χιόνι στις όχθες πατήθηκε κι έγινε ένας γκρίζος πολτός στρωμένος με έντομα, άλλα ήδη ψόφια κι άλλα έτοιμα να ψοφήσουν από την παγωνιά, και με μια πλούσια επικάλυψη από κόκκους βρώμης και κριθαριού, διάστικτη από κόκκινα φασόλια. Πάντα υπήρχε μια καινούργια στρώση χιονιού να αντικαταστήσει εκείνη που τα πολυάριθμα πόδια είχαν μετατρέψει σε πολτό. Εντούτοις, ό,τι απέμενε στα καλάθια έμοιαζε καθαρό, αν κι αποδεικνυόταν το αντίθετο όταν χυνόταν εκ νέου στα χοντροκομμένα σακίδια από γιούτα, τα οποία αναποδογυρίζονταν, για να χτυπηθούν αλύπητα στη βάση τους από τα ραβδιά που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά για να διώξουν τα ζωύφια. Οι σάκοι που ξαναγεμίζονταν δένονταν σφιχτά και τοποθετούνταν στις Καιρχινές άμαξες, αλλά οι στοίβες των άδειων σάκων αυξάνονταν με ανησυχητική συχνότητα.
Ο Πέριν είχε γείρει πάνω στο μπροστάρι της σέλας του Αναχαιτιστή, πασχίζοντας να υπολογίσει αν θα χρειάζονταν δύο πλήρη φορτία από τις αποθήκες για να γεμίσουν μία από τις δικές του άμαξες με σιτηρά, όταν η Μπερελαίν έφερε τη λευκή της φοράδα πλάι του κρατώντας σφιχτά στο κορμί της με το ένα γαντοφορεμένο χέρι τον πορφυρό της μανδύα για να προστατεύεται από τον αγέρα. Η Ανούρα προχώρησε λίγα βήματα παραπέρα, με το αγέραστο πρόσωπό της γαλήνιο και με έκφραση ανεξιχνίαστη. Θα ’λεγε κανείς ότι η Άες Σεντάι τούς επέτρεπε να απομονωθούν, από την άλλη όμως βρισκόταν αρκετά κοντά για να ακούσει οτιδήποτε ήταν κάτι παραπάνω από ψίθυρος, χωρίς να χρειάζεται καν να χρησιμοποιήσει κάποιο κόλπο της Δύναμης. Άσχετα, πάντως, από το γαλήνιο πρόσωπό της, η γαμψή της μύτη την έκανε να μοιάζει με αρπακτικό, ενώ οι χαντρένιες πλεξούδες της έμοιαζαν σαν χαμηλωμένο λοφίο κάποιου αλλόκοτου αετού.