«Δεν μπορείς να σώσεις τους πάντες», είπε ήρεμα η Μπερελαίν. Μακριά από την μπόχα της πόλης, η μυρωδιά της απέπνεε πιεστικότητα, ενώ ήταν έκδηλη η χροιά του θυμού. «Μερικές φορές, πρέπει να διαλέγεις. Το Σο Χάμπορ ανήκει στα καθήκοντα του Αφέντη Κάουλιν, ο οποίος δεν έχει κανένα δικαίωμα να εγκαταλείπει τους ανθρώπους του». Άρα, δεν ήταν θυμωμένη με αυτόν.
Ο Πέριν συνοφρυώθηκε. Μήπως η Μπερελαίν νόμιζε πως ένιωθε ένοχος; Συγκριτικά με το ζήτημα ζωής και θανάτου της Φάιλε, τα προβλήματα του Σο Χάμπορ δεν ήταν σχεδόν τίποτα. Ωστόσο, έστρεψε το καστανοκόκκινο ζώο του έτσι που να αντικρίζει τα γκρίζα τείχη της πόλης, στην άλλη μεριά του ποταμού, κι όχι τα παιδιά με τα βαθουλωμένα μάτια, τα οποία στοίβαζαν τους άδειους σάκους. Ο άνθρωπος κάνει πάντα ό,τι μπορεί, αλλά κι ό,τι επιβάλλεται να κάνει. «Μήπως η Ανούρα έχει κάποια άποψη για το τι ακριβώς συμβαίνει εδώ;» γρύλισε. Δεν μίλησε πολύ δυνατά, αλλά με κάποιον τρόπο δεν αμφέβαλλε ότι η Άες Σεντάι τον είχε ακούσει.
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το τι σκέφτεται η Ανούρα», αποκρίθηκε η Μπερελαίν, καταβάλλοντας προσπάθεια να μιλήσει σιγανά. Όχι μόνο δεν νοιαζόταν αν κρυφάκουγε κανείς, αλλά ήθελε να ακουστεί. «Δεν είναι πια τόσο κοινωνική όσο κάποτε, ή τουλάχιστον όσο νόμιζα ότι είναι. Στο χέρι της είναι να ξαναβρεί τον εαυτό της». Δίχως να ρίξει ματιά προς την κατεύθυνση της Άες Σεντάι, η Μπερελαίν γύρισε κι απομακρύνθηκε.
Η Ανούρα παρέμεινε πίσω, με τα μάτια της να βλεφαρίζουν καθώς κοιτούσαν τον Πέριν. «Μπορεί να είσαι τα’βίρεν, αλλά δεν παύεις ν’ αποτελείς ένα νήμα του Σχήματος, όπως κι εγώ. Σε τελική ανάλυση, ακόμα κι ο Αναγεννημένος Δράκοντας δεν είναι παρά ένα νήμα για γνέσιμο στο Σχήμα. Ένα νήμα που, έστω κι αν είναι τα’βίρεν, δεν διαλέγει τον τρόπο με τον οποίο θα υφανθεί».
«Τα νήματα αυτά είναι άνθρωποι», απάντησε ο Πέριν κουρασμένα. «Μερικές φορές, ίσως ο κόσμος δεν θέλει να υφανθεί στο Σχήμα χωρίς τη θέλησή του».
«Και πιστεύεις πως έχει καμιά διαφορά;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, η γυναίκα τράβηξε τα γκέμια και σπιρούνισε την καφετιά φοράδα της με τους όμορφους αστραγάλους, για να ακολουθήσει καλπάζοντας την Μπερελαίν, ενώ ο μανδύας ανέμιζε πίσω της.
Δεν ήταν η μόνη Άες Σεντάι που ήθελε κουβεντούλα με τον Πέριν.
«Όχι», είπε ο Πέριν με σταθερή φωνή στη Σέονιντ αφού την άκουσε, χτυπώντας φιλικά τον λαιμό του Αναχαιτιστή. Ωστόσο, ήταν ο αναβάτης εκείνος που είχε ανάγκη από καλόπιασμα. Το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί το γρηγορότερο μακριά από το Σο Χάμπορ. «Είπα όχι και το εννοώ».
Η γυναίκα παρέμεινε ακίνητη στη σέλα της, μια χλωμή μικροκαμωμένη φιγούρα, που έμοιαζε σκαλισμένη σε πάγο, μ’ εξαίρεση τα μάτια της που ήταν μαύρα, πυρωμένα κάρβουνα, αναδίδοντας μια δυσωδία θιγμένης οργής, την οποία ελάχιστα μπορούσε να ελέγξει. Η Σέονιντ ήταν μετριοπαθής και τα πήγαινε πολύ καλά με τις Σοφές, αλλά ο Πέριν δεν ήταν Σοφή. Πίσω της, το πρόσωπο του Αλχάρα φάνταζε πέτρινο κι οι γκρίζες λωρίδες στα κατσαρά μαύρα μαλλιά του έμοιαζαν με πάχνη. Το πρόσωπο του Γουάιντερ είχε κοκκινίσει πάνω από τα γυριστά του μουστάκια. Εκείνοι ήταν υποχρεωμένοι να αποδέχονται όσα διαμείβονταν μεταξύ των Άες Σεντάι τους και των Σοφών, αλλά ο Πέριν δεν ήταν... Ο αγέρας μαστίγωσε τους μανδύες των Προμάχων, αφήνοντας τα χέρια τους ελεύθερα να αδράξουν τα ξίφη αν χρειαζόταν. Κυματίζοντας στον άνεμο, οι μανδύες κινούνταν σε αποχρώσεις του γκρίζου και του καφετιού, του μπλε και του άσπρου, κάτι που ήταν πιο φυσικό για τις αισθήσεις από το να δίνουν την εντύπωση ότι εξαφανίζουν μέρη του ανθρώπινου σώματος. Πολύ πιο φυσικό.
«Εν ανάγκη, θα στείλω την Εντάρα να σε φέρει πίσω», είπε ο Πέριν προειδοποιητικά.
Το πρόσωπό της παρέμεινε ψυχρό κι η ματιά της φλογερή, αν και φάνηκε να τη διαπερνά ένα ρίγος, κάνοντας το μικρό λευκό κόσμημα στο μέτωπό της να τρεμουλιάσει. Δεν έφταιγε ο φόβος τού τι θα της έκαναν οι Σοφές αν αναγκαζόταν να επιστρέψει, αλλά η προσβολή εκ μέρους του Πέριν, που εξερέθισε τόσο πολύ την οσμή της. Ο Πέριν είχε συνηθίσει πια να προσβάλλει τις Άες Σεντάι, κάτι που δύσκολα γινόταν συνήθειο για έναν συνετό άντρα, αλλά που εξίσου δύσκολα το απέφευγε κανείς.