«Κι εσύ τι θα κάνεις;» ρώτησε τη Μασούρι. «Μήπως θες κι εσύ να παραμείνεις στο Σο Χάμπορ;»
Η λυγερόκορμη γυναίκα ήταν πασίγνωστη για την ευθύτητά της, δίνοντας την εντύπωση Πράσινης, παρ’ ότι Καφετιά, αλλά είπε ήρεμα: «Θα στείλεις την Εντάρα να κυνηγήσει κι εμένα; Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να υπηρετεί κανείς, και δεν μπορούμε να διαλέγουμε πάντα αυτούς που θα θέλαμε». Κι όμως, η άποψή της ήταν εύστοχη κατά κάποιον τρόπο. Ο Πέριν εξακολουθούσε να μην γνωρίζει για ποιο λόγο η γυναίκα είχε επισκεφθεί στα κρυφά τον Μασέμα. Μήπως υποψιαζόταν πως ήξερε κάποια πράγματα; Το πρόσωπο της Μασούρι ήταν μια μάσκα μυστηρίου. Ο Κίρκλιν είχε πάρει μια βαριεστημένη έκφραση, τώρα που είχαν βγει από το Σο Χάμπορ. Είχε καταφέρει να φαίνεται ανέμελος, έτσι όπως καθόταν ευθυτενής πάνω στο άλογά του, χωρίς να τον απασχολεί τίποτα και με το μυαλό του άδειο από σκέψεις. Όποιος όμως πίστευε κάτι τέτοιο για τον Κίρκλιν, μάλλον ανήκε στην κατηγορία εκείνων που αγοράζουν γουρούνι στο σακί.
Οι κάτοικοι εξακολουθούσαν να δουλεύουν μηχανικά, καθώς ο ήλιος ανέβαινε όλο και πιο ψηλά στον ουρανό, σαν κάποιους που προτιμούν να ασχολούνται με τη δουλειά τους επειδή φοβούνται τις μνήμες που θα τους κατακλύσουν μόλις σταματήσουν. Ο Πέριν θεώρησε πως το Σο Χάμπορ τον έκανε να φαντάζεται πράγματα. Ωστόσο, πίστευε ότι είχε δίκιο. Ο αέρας πέρα από τα τείχη φάνταζε ακόμα θολός, λες κι ένα σκιερό νέφος είχε εγκατασταθεί πάνω από την πόλη.
Το μεσημέρι, οι αμαξηλάτες καθάρισαν κάποιες περιοχές από το χιόνι στην πλαγιά που υψωνόταν από το ποτάμι, για να φτιάξουν μικρές εστίες φωτιάς και να βράσουν αραιωμένο τσάι από φύλλα που είχαν ήδη βραστεί τρεις, ίσως και τέσσερις, φορές. Στην πόλη δεν υπήρχε τσάι και μερικοί από τους αμαξηλάτες κοιτούσαν τις γέφυρες σαν να σκέφτονταν μήπως θα ήταν καλύτερα να μπουν στην πόλη για να βρουν κάτι να φάνε. Ωστόσο, μια ματιά στους λιγδιασμένους κατοίκους που ασχολούνταν με τα καλάθια του κοσκινίσματος ήταν αρκετή για να τους κάνει να επιστρέψουν στη δουλειά τους, στο να προσπαθούν δηλαδή να ξετρυπώσουν τους μικρούς σάκους με το αλεύρι της βρώμης και τα βελανίδια. Αν μη τι άλλο, ήξεραν ότι το συγκεκριμένο μείγμα ήταν καθαρό. Κάποιοι κοιτούσαν τους σάκους που είχαν ήδη φορτωθεί στις άμαξες, αλλά τα φασόλια έπρεπε να μουλιάσουν και τα σιτηρά να περάσουν από τους μεγάλους χειρόμυλους που είχαν αφήσει στον καταυλισμό, κι αυτό αφού οι μάγειροι κατάφερναν να αφαιρέσουν όσο το δυνατόν περισσότερες σιταρόψειρες, έτσι ώστε να μην πάθουν στομαχικά οι άντρες που θα τα κατανάλωναν.
Ο Πέριν δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη, ούτε για να φάει καθαρό ψωμί, αλλά έπινε αυτό το υγρό που έδινε την εντύπωση τσαγιού από μια στραπατσαρισμένη τσίγκινη κούπα όταν ο Λάτιαν τον βρήκε. Ο Καιρχινός δεν ερχόταν γι’ αυτόν προσωπικά. Ο κοντός άντρας με το ραβδωτό σκούρο πανωφόρι πέρασε αργά δίπλα από τη μικρή φωτιά όπου στεκόταν ο Πέριν, και κατόπιν ανηφόρισε την πλαγιά συνοφρυωμένος. Ξεπεζεύοντας, ο Λάτιαν ανασήκωσε το μπροστινό πόδι του μουνουχιού του και το κοίταξε βλοσυρός. Φυσικά, έριξε μια-δυο ματιές, για να δει αν ο Πέριν ερχόταν προς το μέρος του.
Αφήνοντας έναν αναστεναγμό, ο Πέριν επέστρεψε τη βαθουλωτή κούπα στην ογκώδη και μικροκαμωμένη γυναίκα από την οποία την είχε δανειστεί, μια γκριζομάλλα αμαξηλάτισσα που άπλωσε τη σκούρα της φούστα σε υπόκλιση. Η γυναίκα μειδίασε κατόπιν, κουνώντας το κεφάλι της προς τη μεριά του Λάτιαν. Το πιθανότερο ήταν ότι μπορούσε να κάνει κάτι στα κρυφά δέκα φορές καλύτερα από εκείνον. Ο Νιλντ, καθισμένος οκλαδόν πλάι στη φωτιά, με τις παλάμες του τυλιγμένες γύρω από μια άλλη τσίγκινη κούπα, άρχισε να γελάει τόσο δυνατά, που αναγκάστηκε να σκουπίσει ένα δάκρυ από τα μάτια του. Ίσως είχε αρχίσει να τρελαίνεται. Μα το Φως, αυτό το μέρος ενέπνεε έναν άντρα να κάνει φαιδρές σκέψεις.
Ο Λάτιαν κορδώθηκε αρκετά, για να κάνει μια υπόκλιση στον Πέριν και να πει «Σε βλέπω, Άρχοντά μου», κι ύστερα έσκυψε ξανά, για να πιάσει και πάλι το μπροστινό πόδι του αλόγου σαν ηλίθιος. Δεν αρπάζεις με αυτόν τον τρόπο το πόδι ενός αλόγου, εκτός αν θες να σε κλωτσήσει. Από την άλλη, τι άλλο να περίμενε ο Πέριν εκτός από ηλιθιότητα; Κατ’ αρχάς, ο Λάτιαν το έπαιζε Αελίτης, με τα μακριά μαλλιά, που του έφταναν έως τους ώμους, δεμένα σε ουρά στον σβέρκο του, σε μια δειλή απομίμηση του πώς τα έκοβαν οι Αελίτες, και τώρα το έπαιζε κατάσκοπος. Ο Πέριν ακούμπησε το χέρι του στον λαιμό του ζώου, για να το καλοπιάσει έπειτα από όσα είχε τραβήξει, και πήρε μια έκφραση ενδιαφέροντος καθώς έριξε μια ματιά στην οπλή, η οποία δεν είχε απολύτως τίποτα εκτός από μια αμυχή στο πέταλο, όπου το σίδερο ίσως έσπαγε σε λίγες μέρες αν δεν το αντικαθιστούσαν. Οι παλάμες του τον γαργαλούσαν από τη λαχτάρα να πιάσει στα χέρια του τα εργαλεία του πεταλωτή. Ήταν σαν να είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που είχε αλλάξει πέταλα ή που είχε δουλέψει το αμόνι.