Выбрать главу

«Ο Άρχοντας Μπάλγουερ έχει νέα για σένα, Αρχοντά μου», είπε μαλακά ο Λάτιαν, με το κεφάλι κατεβασμένο. «Ο φίλος του ταξιδεύει για να πουλήσει την πραμάτεια του, αλλά τον περιμένουν πίσω αύριο ή μεθαύριο. Μου είπε να σε ρωτήσω αν υπάρχει πρόβλημα να σε συναντήσουμε τότε». Κοιτώντας κάτω από την κοιλιά του αλόγου, προς το μέρος των κατοίκων που κοσκίνιζαν το σιτάρι κοντά στο ποτάμι, πρόσθεσε: «Αν και μου φαίνεται πως δεν θα έχεις ξεμπλέξει πιο νωρίς».

Ο Πέριν κοιτούσε κατηφής τη διαδικασία του κοσκινίσματος. Κοιτούσε κατηφής τις σειρές των αμαξών που περίμεναν να φορτωθούν, και τη μισή ντουζίνα —ή περίπου— από όσες είχαν ήδη δεμένα κι καλύμματά τους από καναβάτσο. Μία από αυτές μετέφερε κι πρώτα δέρματα, που ήταν κατάλληλα για επιδιορθώσεις ενδυμάτων, όπως επίσης και κεριά και διάφορα άλλα παρόμοια πράγματα, όχι όμως λάδι. Το λάδι των φανών που χρησιμοποιούσαν στο Σο Χάμπορ μύριζε ταγκίλα, σαν να είχε μαγειρευχεί. Κι αν ο Γκαούλ κι οι Κόρες είχαν νέα από τη Φάιλε; Αν την είχαν δει; Θα έδινε πολλά για να μιλήσει με κάποιον που την είχε δει και θα του έλεγε ότι ήταν καλά στην υγεία της. Κι αν οι Σάιντο αποφάσιζαν ξαφνικά να μετακινηθούν; «Πες στον Μπάλγουερ να μην περιμένει τόσο», γρύλισε. «Όσο για μένα, θα έχω φύγει μέσα στην επόμενη ώρα».

Πάντα τηρούσε τον λόγο του. Οι περισσότερες καρότσες κι οι αμαξηλάτες θα έπρεπε να μείνουν πίσω και να διανύσουν μόνοι τους την απόσταση της μίας μέρας μέχρι τον καταυλισμό, με τον Κιρέγιν και τους στρατιώτες του με τις πράσινες περικεφαλαίες να τους φρουρούν και με ρητές διαταγές να μη διασχίσει κανείς τις γέφυρες. Με ψυχρό βλέμμα και δίνοντας την εντύπωση πως έχει επανέλθει εντελώς από την κατάρρευση, ο Γκεαλντανός τον διαβεβαίωσε ότι ήταν πανέτοιμος. Το πιθανότερο ήταν πως, ασχέτως διαταγών, θα επέστρεφε στο Σο Χάμπορ, μόνο και μόνο για να πείσει τον εαυτό του ότι δεν φοβόταν. Ο Πέριν δεν έχασε χρόνο να τον μεταπείσει. Αν μη τι άλλο, έπρεπε οπωσδήποτε να βρουν τη Σέονιντ. Η γυναίκα δεν κρυβόταν ακριβώς, αλλά είχε πληροφορηθεί την αναχώρησή του κι, αφήνοντας πίσω τους Προμάχους να φυλάνε το άλογά της, άρχισε να προχωράει πεζή, πασχίζοντας να έχει τις άμαξες ανάμεσα στην ίδια και στον Πέριν. Βέβαια, η χλώμή Άες Σεντάι δεν κατάφερνε να κρύψει την οσμή της, αλλά ακόμα κι αν το έκανε, δεν ήξερε κατά πόσον ήταν απαραίτητο. Έμεινε εμβρόντητη όταν ο Πέριν την εντόπισε γρήγορα, κι αισθάνθηκε αγανακτισμένη όταν την ανάγκασε να ανέβει στο άλογά της, μπροστά από τον Αναχαιτιστή. Ακόμα κι έτσι όμως, είχε αρκετή ώρα μπροστά του για να απομακρυνθεί από το Σο Χάμπορ, με τους Φτερωτούς Φρουρούς να σχηματίζουν έναν κύκλο από κόκκινες πανοπλίες γύρω από την Μπερελαίν, τους άντρες των Δύο Ποταμών να κυκλώνουν τις οκτώ φορτωμένες άμαξες που προχωρούσαν τσουλώντας πίσω από τα τρία εναπομείναντα λάβαρα, και τον Νιλντ να μειδιά, προσπαθώντας να πιάσει συζήτηση με την Άες Σεντάι. Ο Πέριν δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει στην περίπτωση που ο άντρας πράγματι τρελαινόταν. Μόλις το ύψωμα έκρυψε το Σο Χάμπορ πίσω τους, αισθάνθηκε να χαλαρώνει, παρ’ ότι δεν είχε πάρει είδηση πόσο σφιγμένοι ήταν οι ώμοι του όλη αυτή την ώρα. Έτσι, έμεναν δέκα ακόμα, κι αισθάνθηκε έναν κόμπο ανυπομονησίας στο στομάχι του, κάτι που δεν κατάφερνε να καταπραΰνει ούτε καν η συμπαράσταση εκ μέρους της Μπερελαίν.

Η πύλη του Νιλντ τούς οδήγησε από τη χιονοσκέπαστη έκταση στο μικρό ξέφωτο των περιοχών του Ταξιδέματος, ανάμεσα στα πυργωτά δέντρα, τέσσερις λεύγες με μια δρασκελιά, αλλά ο Πέριν δεν περίμενε καν να περάσουν οι άμαξες. Είχε την εντύπωση πως η Μπερελαίν ακουγόταν κάπως εκνευρισμένη, μόλις σπιρούνισε τον Αναχαιτιστή για να προχωρήσει γρηγορότερα με κατεύθυνση τον καταυλισμό. Το πιθανότερο όμως ήταν ότι επρόκειτο για κάποια Λες Σεντάι κι όχι για την Μπερελαίν.

Υπήρχε μια αίσθηση αταραξίας καθώς βάδιζε ανάμεσα στις σκηνές των αντρών των Δύο Ποταμών και τις καλύβες. Ο ήλιος κόντευε να φτάσει στο ζενίθ του στον γκρίζο ουρανό, αλλά δεν υπήρχαν πολλά τσουκάλια στις φωτιές, ενώ ήταν ελάχιστοι οι άντρες που είχαν μαζευτεί γύρω τους, βαστώντας τους μανδύες σφιχτά γύρω από τα κορμιά τους κι ατενίζοντας προσηλωμένοι τις φλόγες. Μια χούφτα από δαύτους κάθονταν πάνω στα τραχιά σκαμνιά που μόνο ο Μπαν Κρω ήξερε να φτιάχνει. Οι υπόλοιποι παρέμεναν όρθιοι ή κάθονταν οκλαδόν. Κανείς τους δεν κοιτούσε ψηλά και κανείς δεν φάνηκε πρόθυμος να πάρει το άλογά του. Συνειδητοποίησε ότι η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, όχι ατάραχη. Η οσμή τού θύμιζε τη χορδή ενός τόξου, τεντωμένη τόσο, που λίγο ακόμα και θα έσπαγε. Την άκουγε να τρίζει σχεδόν.