Выбрать главу

Καθώς ξεπέζευε μπροστά από τη σκηνή με τις κόκκινες ρίγες, ο Ντάνιλ εμφανίστηκε από την κατεύθυνση των χαμηλών Αελίτικων σκηνών βαδίζοντας με γοργό βήμα. Η Σούλιν κι η Εντάρα, μία από τις Σοφές, τον ακολουθούσαν κατά πόδας χωρίς να ζορίζονται, παρ’ όλο που καμιά τους δεν έμοιαζε να βιάζεται υπερβολικά. Το πρόσωπο της Σούλιν ήταν μια ηλιοκαμένη μάσκα από δέρμα, ενώ της Εντάρα αντικατόπτριζε ηρεμία, αν και διακρινόταν ελάχιστα μέσα από τη σκούρα εσάρπα που ήταν τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι της. Παρά την ογκώδη φούστα της, ο θόρυβος που έκανε ήταν λιγότερος κι από της ασπρομάλλας Κόρης, ένα αδιόρατο κουδούνισμα που προερχόταν από τα χρυσά και φιλντισένια βραχιόλια και περιδέραια που φορούσε. Ο Ντάνιλ μασούσε τη μία άκρη από τα παχιά μουστάκια του τραβώντας αφηρημένα κατά μία ίντσα το σπαθί του από το τραχύ πέτσινο θηκάρι και τοποθετώντας το πάλι πίσω. Το τραβούσε και το άφηνε. Πήρε μια βαθιά ανάσα πριν μιλήσει.

«Οι Κόρες έφεραν πίσω πέντε Σάιντο, Άρχοντα Πέριν. Ο Αργκάντα τούς πήρε στις σκηνές των Γκεαλντανών για να τους υποβάλει σε ανάκριση. Είναι κι ο Μασέμα μαζί τους».

Ο Πέριν δεν έδωσε σημασία στο γεγονός της παρουσίας του Μασέμα εντός του καταυλισμού. «Γιατί αφήσατε τον Αργκάντα να τους πάρει;» ρώτησε την Εντάρα. Ο Ντάνιλ αδυνατούσε να τους σταματήσει, αλλά η γνώμη των Σοφών μετρούσε περισσότερο.

Η Εντάρα δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη από τον Πέριν, ωστόσο τα ψυχρά γαλανά μάτια της έμοιαζαν να έχουν δει πολύ περισσότερα απ’ όσα εκείνος. Δίπλωσε τα μπράτσα κάτω από το στήθος της και τα βραχιόλια κουδούνισαν. Η γυναίκα απέπνεε χροιά ανυπομονησίας. «Ακόμα κι οι Σάιντο ξέρουν πώς να ενστερνίζονται τον πόνο, Πέριν Αϋμπάρα. Θα πάρει μέρες μέχρι να αναγκαστεί να μιλήσει κάποιος από δαύτους, και δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος να περιμένουμε».

Αν τα μάτια της Εντάρα ήταν ψυχρά, της Σούλιν έμοιαζαν με γαλάζιο πάγο. «Οι δοραταδελφές μου κι εγώ θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε κάπως πιο γρήγορα, αλλά ο Ντάνιλ Λιούιν είπε πως θες να αποφύγουμε τις βιαιότητες. Ο Γκέραρντ Αργκάντα είναι ανυπόμονος άνθρωπος και δεν μας εμπιστεύεται». Ακουγόταν λες κι ήταν έτοιμη να φτύσει, αν δεν ήταν Αελίτισσα. «Ούτως ή άλλως, δεν θα μάθετε και πολλά πράγματα. Είναι Σκυλιά της Πέτρας. Δύσκολα θα υποχωρήσουν, κι ελάχιστα. Για να σχηματίσουμε ολοκληρωμένη εικόνα, πρέπει να τη συναρμολογήσουμε από μεμονωμένες πληροφορίες».

Ενστερνίζονται τον πόνο. Μα ο πόνος είναι αναγκαίος όταν ανακρίνεις κάποιον. Δεν το είχε σκεφτεί ποτέ στο παρελθόν. Ωστόσο, αν ήθελε να ελευθερώσει τη Φάιλε...

«Βάλε κάποιον να καθαρίσει τον Αναχαιτιστή», είπε βαριά, τινάζοντας τα γκέμια προς το μέρος του Ντάνιλ.

Η Γκεαλντανή μεριά του καταυλισμού δεν θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο από τα χοντροκομμένα καταλύματα και τις άτακτα τοποθετημένες σκηνές των Διποταμιτών. Εδώ, οι σκηνές από καραβόπανο με τις υπερυψωμένες άκρες στέκονταν αραδιασμένες σε σειρές ακριβείας, έχοντας στην πλειονότητά τους έναν κώνο από μυτερές ατσάλινες λόγχες μπροστά σε κάθε υφασμάτινη είσοδο και σελωμένα άλογα δεμένα παράπλευρα, έτοιμα για ιππασία. Το μόνο που έβλεπες ήταν η ακατάστατη και τυχαία κίνηση από τις ουρές των αλόγων που τινάζονταν κι από τα μακρόστενα σημαιάκια πάνω στις λόγχες, που τα ανάδευε η ψυχρή αύρα. Τα μονοπάτια μεταξύ των σκηνών είχαν παντού το ίδιο φάρδος, ενώ ανάμεσα στις σειρές με τις αναμμένες φωτιές θα μπορούσαν να τραβηχτούν ευθείες γραμμές. Ακόμα κι οι ζάρες πάνω στα πανιά των σκηνών, στα σημεία όπου τις είχαν διπλώσει όταν τις ακουμπούσαν στο δάπεδο των αμαξών, πριν πέσουν τα χιόνια, έφτιαχναν ευθείες γραμμές. Όλα ήταν τακτοποιημένα κι όμορφα βαλμένα.

Μια οσμή από κουρκούτι χυλού βρώμης κι από βραστά βελανίδια πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, ενώ μερικοί άντρες με πράσινα πανωφόρια μάζευαν με τα δάχτυλά τους τα τελευταία ψίχουλα του μεσημεριανού γεύματος από τα τσίγκινα πιάτα τους. Κάποιοι άλλοι καθάριζαν ήδη τα τσουκάλια. Κανείς τους δεν φανέρωνε σημάδια έντασης. Έτρωγαν κι έκαναν διάφορες αγγαρείες με την ίδια σχεδόν ευχαρίστηση. Απλώς, ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει.

Μια μεγάλη αρμαθιά αντρών έστεκε μαζεμένη σε κύκλο κοντά στους μυτερούς πασσάλους που σημάδευαν την εξωτερική άκρη του καταυλισμού. Οι μισοί περίπου φορούσαν τα πράσινα πανωφόρια και τους στιλβωμένους θώρακες των λογχοφόρων της Γκεάλνταν. Κάποιοι από τους υπόλοιπους έφεραν δόρατα ή είχαν σπαθιά περασμένα πάνω από τα τσαλακωμένα τους πανωφόρια, τα οποία ποίκιλλαν από καλοδουλεμένο μετάξι ή καλής ποιότητας μαλλί έως οτιδήποτε μπορούσε να βρεθεί σε σάκους σκουπιδιών, αλλά κανείς τους δεν θα αποκαλούνταν καθαρός παρά μόνο συγκρινόμενος με τους κατοίκους του Σο Χάμπορ. Ανέκαθεν ξεχώριζες τους άντρες του Μασέμα, ακόμα κι αν τους κοιτούσες από πίσω.