Выбрать главу

Άλλη μια μυρωδιά τον χτύπησε στα ρουθούνια καθώς πλησίαζε τον κύκλο των αντρών. Η μυρωδιά του ψητού κρέατος, ανακατεμένη μ’ έναν πνιχτό ήχο που προσπάθησε να αγνοήσει. Όταν πήγε να περάσει ανάμεσα, οι στρατιώτες τον κοίταξαν και παραμέρισαν απρόθυμα. Οι άντρες του Μασέμα κινήθηκαν μαζικά, μουρμουρώντας κάτι σχετικά με κίτρινα μάτια και Σκιογεννήματα. Όπως και να έχει, κατάφερε να ανοίξει δρόμο και να φτάσει μπροστά.

Τέσσερις ψηλοί άντρες, κοκκινομάλλη δες ή ξανθοί, ντυμένοι στα γκρίζα και στα καφέ του καντιν’σόρ, κείτονταν δεμένοι, με τα χέρια και τους αστραγάλους πιασμένους στο κάτω μέρος της πλάτης, ενώ χοντρά κλωνάρια ήταν δεμένα πίσω από τα γόνατα και τους αγκώνες τους. Τα πρόσωπά τους ήταν ξυλοκοπημένα και μελανιασμένα, ενώ δέσμες από κουρέλια ήταν πιασμένα ανάμεσα στα δόντια τους. Ο πέμπτος άντρας ήταν γυμνός και δεμένος ανάμεσα σε τέσσερις ανθεκτικούς πάσσαλους, χωμένους στο έδαφος και τεντωμένους τόσο πολύ, που διακρίνονταν οι τένοντές του. Ο τύπος, ωστόσο, σπαρταρούσε όσο του επέτρεπαν τα δεσμά του, κι ούρλιαζε μέσα από τα κουρέλια που ήταν σφηνωμένα στο στόμα του, ένα πνιχτό μουγκρητό αγωνίας. Καυτά κάρβουνα έφτιαχναν μικρές φωλιές πάνω στην κοιλιά του, αναδίδοντας έναν αδιόρατο καπνό. Αυτό που είχε χτυπήσει τα ρουθούνια του Πέριν ήταν η μυρωδιά φουσκαλιασμένης σάρκας. Τα κάρβουνα ήταν κολλημένα στο τεντωμένο δέρμα του άντρα και, κάθε φορά που έπεφτε κάτω ένα από αυτά εξαιτίας των σπασμών του, ένας τύπος —που δεν έπαυε στιγμή να χαμογελά— ντυμένος μ’ ένα βρωμερό πράσινο μεταξωτό πανωφόρι και καθισμένος οκλαδόν δίπλα του, χρησιμοποιούσε ένα ζευγάρι τσιμπίδες για να το αντικαθιστά μ’ ένα άλλο, παρμένο από ένα δοχείο παραγεμισμένο με κάρβουνα, που είχε λιώσει το χιόνι, δημιουργώντας έναν κύκλο λάσπης στο έδαφος. Ο Πέριν τον γνώριζε. Τον έλεγαν Χάρι και του άρεσε να συλλέγει αυτιά, περασμένα σε δερμάτινο κορδόνι. Αντρικά, γυναικεία, παιδικά, δεν τον ένοιαζε, αρκεί να ήταν αυτιά.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Πέριν προχώρησε μπροστά κι έδωσε μια κλωτσιά στη μικρή στοίβα με τα κάρβουνα που ήταν ακουμπισμένα πάνω στον δεμένο άντρα. Κάποια από αυτά έπεσαν πάνω στον Χάρι, ο οποίος αναπήδησε προς τα πίσω με μια κραυγή έκπληξης, που μεταβλήθηκε σε ουρλιαχτό όταν το χέρι του ακούμπησε κατά λάθος το δοχείο. Έπεσε πλάγια, κρατώντας σφικτά το χέρι του κι αγριοκοιτάζοντας τον Πέριν, σαν νυφίτσα με ανθρώπινο πρόσωπο.

«Ο βάρβαρος υποκρίνεται, Αϋμπάρα», είπε ο Μασέμα. Ο Πέριν δεν είχε αντιληφθεί καν τον άντρα που στεκόταν εκεί με πρόσωπο πέτρινο και σκυθρωπό κάτω από το ξυρισμένο κρανίο του. Τα σκούρα, πυρετικά μάτια του έκρυβαν περιφρόνηση, ενώ η οσμή της παράνοιας διαπερνούσε την μπόχα της καμένης σάρκας. «Τους ξέρω. Προσποιούνται πως νιώθουν πόνο, αλλά δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Όχι, τουλάχιστον, όπως οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Θα πρέπει να είσαι ικανός να πληγώσεις πέτρα για να τους κάνεις να μιλήσουν».

Ο Αργκάντα, στητός δίπλα στον Μασέμα, άδραχνε τη λαβή του ξίφους του τόσο σφιχτά, που το χέρι του έτρεμε. «Μπορεί εσύ να θες να χάσεις τη γυναίκα σου, Αϋμπάρα», είπε τρίζοντας τα δόντια του, «αλλά εγώ δεν σκοπεύω να χάσω τη βασίλισσά μου!»

«Πρέπει να γίνει», αποκρίθηκε ο Πέριν, μισοπαρακαλώντας, μισοαπαιτώντας. Στεκόταν από την άλλη μεριά του Μασέμα, αδράχνοντας την άκρη του πράσινου μανδύα του λες κι ήθελε να κρατήσει τα χέρια του μακριά από το ξίφος που αναπαυόταν στην πλάτη του. Η ματιά του ήταν σχεδόν εξίσου πύρινη με του Μασέμα. «Εσύ μου έμαθες ότι ένας άντρας πράττει αυτό που πρέπει».

Ο Πέριν με το ζόρι ξέσφιξε τις γροθιές του. Ό,τι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει, για χάρη της Φάιλε.

Η Μπερελαίν κι οι Άες Σεντάι φάνηκαν να προσπαθούν να περάσουν σπρώχνοντας μέσα από το πλήθος, με την πρώτη να ζαρώνει ελαφρά τη μύτη της, αντικρίζοντας τον άντρα που ήταν τεντωμένος ανάμεσα στα δύο παλούκια. Αντιθέτως, οι τρεις Άες Σεντάι θα μπορούσαν κάλλιστα να κοιτάζουν ένα κομμάτι ξύλο. Μαζί τους ήταν κι η Εντάρα με τη Σούλιν, οι οποίες έμοιαζαν επίσης ανεπηρέαστες. Κάποιοι από τους Γκεαλντανούς στρατιώτες κοίταζαν τις δύο Αελίτισσες συνοφρυωμένοι, μουρμουρώντας μέσα από τα δόντια τους. Οι αναμαλλιασμένοι άντρες του Μασέμα, με τα βρώμικα πρόσωπα, αγριοκοίταζαν τόσο τις Αελίτισσες όσο και τις Άες Σεντάι, αλλά οι περισσότεροι έκαναν χώρο για να περάσουν οι τρεις Πρόμαχοι, κι όσοι παρέμειναν στη θέση τους, τραβήχτηκαν τελικά στην άκρη από τους συντρόφους τους· μερικοί ηλίθιοι γνωρίζουν ότι η βλακεία έχει και κάποια όρια. Ο Μασέμα αγριοκοίταξε την Μπερελαίν με βλέμμα φλογερό πριν αποφασίσει να προσποιηθεί ότι η γυναίκα δεν υπήρχε· υπάρχουν και ηλίθιοι που δεν γνωρίζουν κανένα όριο.