Выбрать главу

Δεν τράβηξε καν τα γκέμια του αλόγου του για να σταματήσει μόλις πλησίασε το πλήθος, παρά πετάχτηκε από τη σέλα, προσγειώθηκε στο έδαφος κι άρχισε να τρέχει. Άκουσε ομιλίες, αλλά δεν ξεχώρισε τι έλεγαν. Ο κόσμος παραμέρισε, κάνοντάς του χώρο, ειδάλλως ήταν ικανός να περάσει από πάνω τους.

Με το που πέρασε την υφασμάτινη είσοδο, κοντοστάθηκε. Η σκηνή, αρκετά μεγάλη για να κοιμηθούν καμιά εικοσαριά στρατιώτες, ήταν κατάμεστη από γυναίκες, συζύγους ευγενών κι αξιωματικούς, αλλά η ματιά του βρήκε γρήγορα τη γυναίκα του, την Ντέιρα, καθισμένη σε ένα αναδιπλούμενο κάθισμα, καταμεσής των χαλιών που χρησίμευαν ως δάπεδο, και το μούδιασμα που ένιωθε χάθηκε. Ήξερε ότι κάποια μέρα θα πέθαινε —όπως κι ο ίδιος— αλλά το μόνο πράγμα που φοβόταν ήταν μια ζωή χωρίς αυτήν. Κατόπιν, συνειδητοποίησε πως μερικές από τις γυναίκες τη βοηθούσαν να κατεβάσει το φόρεμα έως τη μέση της. Μια άλλη πίεζε ένα διπλωμένο ύφασμα στο αριστερό χέρι της Ντέιρα, κι αυτό κοκκίνιζε, καθώς το αίμα κυλούσε από τον βραχίονά της πάνω σε ένα πανί κι από κει έσταζε από τα δάχτυλά της σε ένα μπολ τοποθετημένο πάνω στο χαλί, το οποίο ήταν ήδη σχεδόν γεμάτο από σκούρο αίμα.

Τα βλέμματά τους. αντάμωσαν σχεδόν ταυτόχρονα κι η ματιά της άστραψε πάνω σε ένα πρόσωπο ήδη ωχρό. «Να τι συμβαίνει όταν παίρνεις στη δούλεψή σου ξενομερίτες, άντρα μου», είπε έξαλλη, κουνώντας με το δεξί της χέρι ένα μακρύ εγχειρίδιο προς το μέρος του. Ήταν ψηλή όσο οι περισσότεροι άντρες, λίγες ίντσες ψηλότερη από τον ίδιον, κι όμορφη, με το πρόσωπό της να πλαισιώνεται από κορακίσια μαλλιά με λευκές τούφες στα πλάγια. Η παρουσία της ήταν επιβλητική, και θα μπορούσε να γίνει ακόμα κι αυταρχική όταν θύμωνε, ακόμα κι όταν ήταν προφανές ότι δυσκολευόταν να σταθεί όρθια. Οι περισσότερες γυναίκες θα ένιωθαν αμηχανία όντας γυμνές μέχρι τη μέση παρουσία τόσο πολλών ανθρώπων και του συζύγου τους ταυτόχρονα, η Ντέιρα όμως όχι. «Αν δεν επέμενες να κινούμαστε γρήγορα σαν τον άνεμο, θα είχαμε στη διάθεσή μας αρκετούς δικούς μας άντρες για να ασχοληθούν με τα απαραίτητα».

«Τσακώθηκες με τους υπηρέτες, Ντέιρα;» τη ρώτησε, ανασηκώνοντας απορημένα το φρύδι του. «Ποτέ δεν είχα φανταστεί πως θα έβγαζες μαχαίρι». Κάποιες γυναίκες τον λοξοκοίταξαν ψυχρά. Δεν ήταν πολύ συνηθισμένο οι άντρες κι οι γυναίκες να έχουν μεταξύ τους μια σχέση όπως του ίδιου και της Ντέιρα. Μερικοί, μάλιστα, τους θεωρούσαν παράξενους, αφού σπανίως τσακώνονταν.

Η Ντέιρα τον αγριοκοίταξε κι άφησε να της ξεφύγει ένα κοφτό, ακούσιο γελάκι. «Θα σ’ τα πω από την αρχή, Ντάβραμ. Και θα μιλάω αργά, για να μπορείς να καταλαβαίνεις», πρόσθεσε χαμογελώντας ανάλαφρα, κάνοντας μια παύση για να ευχαριστήσει τη γυναίκα που έδενε ένα άσπρο λινό ύφασμα γύρω από το γυμνό κορμί της. «Όταν γύρισα από τη βόλτα που είχα πάει με το άλογο, βρήκα δύο ξένους να ψάχνουν τη σκηνή μας. Τράβηξαν εγχειρίδια, έτσι κι εγώ χτύπησα τον έναν με μια καρέκλα και μαχαίρωσα τον άλλον». Έκανε μια γκριμάτσα κοιτώντας το κόψιμο στο μπράτσο της. «Δεν ήμουν αρκετά καλή, μια και κατάφερε να μ’ αγγίξει. Κατόπιν, μπήκε μέσα η Ζάβιον μαζί με μερικές άλλες, κι οι δυο τους ξέφυγαν από μια σχισμή που είχαν κάνει στο απέναντι τοίχωμα της σκηνής».

Κάμποσες γυναίκες ένευσαν λυπημένα, αδράχνοντας τις λαβές από τα εγχειρίδια που είχαν επάνω τους. Μέχρι που η Ντέιρα είπε βλοσυρά: «Τις διέταξα να τους κυνηγήσουν, αλλά εκείνες επέμεναν να περιποιηθούν τη γρατζουνιά μου». Τα χέρια τραβήχτηκαν από τις λαβές και πρόσωπα αναψοκοκκίνισαν, αν και καμιά τους δεν έμοιαζε έτοιμη να απολογηθεί για την ανυπακοή. Η θέση τους ήταν κάπως λεπτή. Η Ντέιρα ήταν η αρχόντισσά τους, όπως κι ο Ντάβραμ ήταν ο άρχοντάς τους, αλλά άσχετα από το αν η ίδια αποκαλούσε την πληγή της γρατζουνιά, ίσως να πέθαινε από αιμορραγία αν την είχαν παρατήσει για να κυνηγήσουν τους ληστές. «Όπως και να ’χει», συνέχισε, «διέταξα να γίνει έρευνα. Δεν θα είναι πολύ δύσκολο να τους ανακαλύψουμε. Ο ένας έχει καρούμπαλο στο κεφάλι κι ο άλλος αιμορραγεί». Έκανε ένα κοφτό νεύμα ικανοποίησης.

Η Ζάβιον, η νευρώδης, κοκκινομάλλα Αρχόντισσα του Γκαχάουρ, ανασήκωσε μια βελόνα πάνω στην οποία ήταν περασμένη μια κλωστή. «Αν δεν ενδιαφέρεστε για το κέντημα, Άρχοντά μου», είπε παγερά, «θα μας κάνετε τη χάρη να αποσυρθείτε;»

Ο Μπασίρε συμμορφώθηκε κλίνοντας ελαφρά το κεφάλι του. Στην Ντέιρα δεν άρεσε να βλέπει να τη ράβουν, κάτι που δεν άρεσε και στον ίδιον, άλλωστε.