Σκύβοντας, ο Πέριν έλυσε το κουρέλι από το στόμα του άντρα που ήταν στερεωμένος στον πάσσαλο και τράβηξε το στουπί που ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα δόντια του. Μόλις που πρόλαβε να αποτραβήξει το χέρι του από ένα απότομο δάγκωμα, μανιασμένο σαν να τον δάγκωνε ο Αναχαιτιστής.
Αμέσως σχεδόν, ο Αελίτης έριξε πίσω το κεφάλι του κι άρχισε να τραγουδάει με βαθιά και στεντόρεια φωνή:
Το γέλιο του Μασέμα ακούστηκε καταμεσής του τραγουδιού κι ο Πέριν αισθάνθηκε ξανά τις τρίχες του σβέρκου του να σηκώνονται. Δεν είχε ξανακούσει τον Μασέμα να γελά. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστος ήχος.
Δεν ήθελε να χάσει κανένα δάχτυλο, οπότε τράβηξε το τσεκούρι από τον βρόχο της ζώνης του και χρησιμοποίησε προσεκτικά την κορυφή της κεφαλής του πάνω στο πηγούνι του άντρα για να του κλείσει το στόμα. Μάτια στο χρώμα του ουρανού τον κοίταξαν, πάνω σ’ ένα ηλιοκαμένο κι άφοβο πρόσωπο. Ο άντρας χαμογέλασε.
«Δεν σου ζητάω να προδώσεις τους ανθρώπους σου», είπε ο Πέριν. Ο λαιμός του πονούσε από την προσπάθεια να διατηρήσει σταθερή τη φωνή του. «Εσείς, οι Σάιντο, αιχμαλωτίσατε κάποιες γυναίκες. Το μόνο που θέλω να μάθω είναι με ποιον τρόπο θα τις πάρω πίσω. Μία απ’ αυτές λέγεται Φάιλε. Είναι ψηλή όσο οι δικές σας γυναίκες, με μαύρα γυρτά μάτια, θεληματική μύτη και κοφτερή γλώσσα. Όμορφη γυναίκα. Αν την έχεις δει, αποκλείεται να μην τη θυμάσαι. Την έχεις δει;» Τράβηξε το τσεκούρι και κορδώθηκε.
Ο Σάιντο τον κοίταξε για μια στιγμή κι ύστερα ανασήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να τραγουδάει ξανά, χωρίς να αποτραβήξει στιγμή τη ματιά του από τον Πέριν. Ήταν ένα κεφάτο κι εύθυμο τραγούδι που θύμιζε χορό.
Αφήνοντας το κεφάλι του να πέσει πίσω, ο Σάιντο χαχάνισε βαθιά και τρανταχτά, λες και ραχάτευε σε πουπουλένιο στρώμα.
«Αν... αν δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», είπε απεγνωσμένα ο Άραμ, «τότε φύγε. Θα κοιτάξω μήπως μπορώ να βοηθήσω».
Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Ο Πέριν κοίταξε τα πρόσωπα τριγύρω του, ειδικά του Αργκάντα, ο οποίος του αντιγύρισε μια σκοτεινιασμένη και γεμάτη μίσος ματιά, με την έκφρασή του να μη διαφέρει ιδιαίτερα από του Σάιντο. Ο Μασέμα βρωμούσε παράνοια, γεμάτος κι αυτός από μίσος και περιφρόνηση. Πρέπει να έχεις μεγάλη θέληση κι ικανότητα για να κάνεις ζημιά σε μια πέτρα. Η έκφραση στο πρόσωπο της Εντάρα ήταν ανεξιχνίαστη, χαρακτηριστικό μιας Άες Σεντάι, και τα μπράτσα της ήταν διπλωμένα ήρεμα κάτω από τα στήθη της. Ακόμα κι οι Σάιντο ήξεραν πώς να ενστερνιστούν τον πόνο. Θα έπαιρνε μέρες ολόκληρες. Η Σούλιν, με τη χαρακιά κατά μήκος του μάγουλού της να εξακολουθεί να είναι ωχρή πάνω στο στεγνό δέρμα, ατένιζε κάπου με βλέμμα αφηρημένο κι οσμή έντονη. Θα ενέδιδαν μεν, αλλά αργά κι όσο το δυνατόν λιγότερο. Η Μπερελαίν μύριζε δικαιοσύνη, σαν νομοθέτης που είχε καταδικάσει κόσμο σε θάνατο χωρίς να χάσει διόλου τον ύπνο της. Ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να έχεις θέληση κι ικανότητα για να κάνεις ζημιά σε μια πέτρα. Ο ενστερνισμός του πόνου. Μα το Φως, Φάιλε.
Ανασήκωσε το τσεκούρι και το ένιωσε ανάλαφρο σαν φτερό στο χέρι του. Όταν το κατέβασε, είχε την αίσθηση πως κοπανούσε σφυρί σε αμόνι. Η βαριά λάμα έκοψε τον αριστερό καρπό του Σάιντο.
Ο άντρας μούγκρισε από πόνο και, αφήνοντας έναν γρυλισμό, τεντώθηκε από τους σπασμούς, καταβρέχοντας επίτηδες το πρόσωπο του Πέριν με το αίμα που τιναζόταν σαν σιντριβάνι από τον καρπό του.
«Θεράπευσέ τον», είπε ο Πέριν στην Άες Σεντάι, κάνοντας ένα βήμα πίσω. Δεν προσπάθησε καν να σκουπίσει το πρόσωπο του. Το αίμα είχε ήδη αρχίσει να κυλάει στη γενειάδα του. Αισθάνθηκε κενός. Αδυνατούσε να ανασηκώσει ξανά το τσεκούρι του, ακόμα κι αν εξαρτιόταν η ζωή του από αυτό.