Выбрать главу

«Είσαι τρελός;» αναφώνησε θυμωμένα η Μασούρι. «Δεν μπορούμε να του δώσουμε πίσω το χέρι του!»

«Θεράπευσε τον, είπα!» γρύλισε ο Πέριν.

Ωστόσο, η Σέονιντ είχε ήδη αρχίσει να προχωράει, ανασηκώνοντας τη φούστα της, για να γλιστρήσει στο έδαφος και να γονατίσει μπροστά στο κεφάλι του άντρα, ο οποίος δάγκωνε τον κομμένο καρπό, πασχίζοντας απεγνωσμένα να σταματήσει τη ροή του αίματος με την πίεση των δοντιών του. Πάντως, ούτε στη ματιά του, ούτε στην οσμή του, πουθενά δεν διέκρινες φόβο επάνω του.

Η Σέονιντ άδραξε το κεφάλι του Σάιντο και ξαφνικά ο άντρας κλονίστηκε, τινάζοντας άγρια το μπράτσο του. Το σιντριβάνι του αίματος άρχισε να φθίνει καθώς τιναζόταν, και χάθηκε πριν καλά-καλά γείρει στο έδαφος, με το πρόσωπό του γκρίζο σαν στάχτη. Με κάποια αστάθεια, ανασήκωσε το κολοβωμένο του αριστερό χέρι, για να κοιτάξει το απαλό δέρμα που κάλυπτε τώρα την άκρη του. Αν υπήρχε σημάδι, ο Πέριν δεν διέκρινε τίποτα. Ο άντρας γύμνωσε τα δόντια του, εξακολουθώντας να μην αποπνέει καμιά οσμή φόβου. Η Σέονιντ έπεσε κι αυτή προς τα πίσω, λες κι είχε αποστραγγιστεί από ενέργεια. Ο Αλχάρα κι ο Γουάιντερ έκαναν ένα βήμα μπρος, αλλά η γυναίκα τούς έκανε νόημα να φύγουν κι ανασηκώθηκε μόνη της μ’ έναν βαρύ αναστεναγμό.

«Μου είπαν ότι μπορείς ν’ αντέξεις μέρες ολόκληρες χωρίς να αποκαλύψεις σχεδόν τίποτα», είπε ο Πέριν. Η φωνή του ακουγόταν πολύ δυνατή στ’ αυτιά του. «Δεν έχω χρόνο για να σου δείξω πόσο γενναίος και σκληρός είσαι. Το ξέρω ότι είσαι, άλλωστε, μα η γυναίκα μου είναι αιχμάλωτη εδώ και πολύ καιρό. Διαλέχτηκες για να ερωτηθείς σχετικά με κάποιες γυναίκες, αν τις έχει πάρει το μάτι σου και πού. Αυτό μόνο θέλω να μάθω. Δεν θα σε βασανίσουμε ούτε με αναμμένα κάρβουνα ούτε με τίποτ’ άλλο. Απλώς, θα σου κάνουμε μερικές ερωτήσεις. Αν, όμως, αρνηθείς να απαντήσεις ή αν οι απαντήσεις σου βγάζουν διαφορετικά νοήματα, όλο και κάτι θα χάσεις». Του έκανε εντύπωση όταν τελικά συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να ανασηκώσει το τσεκούρι του. Η λεπίδα ήταν κηλιδωμένη με αίμα.

«Δύο χέρια και δύο πόδια», είπε ψυχρά. Μα το Φως, η φωνή του ακουγόταν σαν πάγος κι ο ίδιος ένιωθε παγωμένος έως το κόκαλο. «Αυτό σημαίνει ότι έχεις τέσσερις ευκαιρίες για ν’ απαντήσεις. Αλλά, κι αν ακόμα εξακολουθείς κι αντέχεις, και πάλι δεν θα σε σκοτώσω. Θα βρω ένα χωριό να σε παρατήσω, κάπου που θα μπορείς να ικετέψεις και που τα παιδιά θα δίνουν καμιά δεκάρα στον άγριο Αελίτη που του λείπουν τα χέρια και τα πόδια. Σκέψου το κι αποφάσισε κατά πόσον αξίζει τον κόπο να μη μου πεις πού είναι η γυναίκα μου».

Ακόμα κι ο Μασέμα τον κοιτούσε σαν να μην τον είχε ξαναδεί να κραδαίνει το τσεκούρι. Όταν στράφηκε να φύγει, οι άντρες του Μασέμα κι οι Γκεαλντανοί τού έκαναν χώρο λες κι ανάμεσά τους περνούσε μία ολόκληρη διμοιρία Τρόλοκ.

Ο Πέριν βρήκε μπροστά του το χαράκωμα των μυτερών πασσάλων, όπως επίσης και το δάσος κάπου εκατό βήματα πιο πέρα, αλλά δεν άλλαξε διόλου κατεύθυνση. Κουβαλώντας το τσεκούρι του, συνέχισε να προχωράει μέχρι που τον κύκλωσαν τα τεράστια δέντρα κι άφησε πίσω του τις μυρωδιές του καταυλισμού. Η οσμή του αίματος όμως, διαπεραστική και μεταλλική, δεν έφυγε από πάνω του. Άλλωστε, δεν μπορούσε να την αποφύγει.

Αδυνατούσε να προσδιορίσει πόση ώρα περπάτησε μέσα στο χιόνι. Μόλις που πρόσεξε τις γερτές και ζωηρές δέσμες του φωτός που έκοβαν τις σκιές κάτω από τον θόλο του δάσους. Το αίμα, πηχτό στο πρόσωπο και στη γενειάδα του, είχε αρχίσει να ξεραίνεται. Πόσες φορές είχε πει ότι θα έκανε τα πάντα για να πάρει πίσω τη Φάιλε; Ένας άντρας κάνει πάντα αυτό που πρέπει. Για χάρη της Φάιλε, τα πάντα.

Ξαφνικά, ανασήκωσε και με τα δύο χέρια το τσεκούρι πίσω από το κεφάλι του και το πέταξε μακριά όσο πιο δυνατά μπορούσε. Το όπλο περιστράφηκε στον αέρα και καρφώθηκε με έναν ηχηρό κρότο στον παχύ κορμό μιας βελανιδιάς.

Ξεφυσώντας δυνατά, λες κι ο αέρας είχε συμπιεστεί στα πνευμόνια του, κάθισε βαριά σε ένα τραχύ πέτρινο εξόγκωμα, ψηλό και φαρδύ σαν πάγκος, κι ακούμπησε τους αγώνες του στα γόνατα του. «Μπορείς να εμφανιστείς τώρα, Ιλάυας», είπε κουρασμένα. «Σ’ έχω ήδη μυριστεί».

Ο άντρας βγήκε ανάλαφρα από τις σκιές, με τα κίτρινα μάτια του να λάμπουν αμυδρά κάτω από το πλατύγυρο καπέλο του. Συγκριτικά, οι Αελίτες έκαναν θόρυβο. Τακτοποιώντας το μακρόστενο μαχαίρι του, κάθισε στο πέτρινο εξόγκωμα πλάι στον Πέριν και για λίγη ώρα αφοσιώθηκε στο να χτενίζει με τα δάχτυλά του την γκρίζα γενειάδα που έπεφτε σαν βεντάλια στο στήθος του. Ένευσε προς το μέρος του τσεκουριού που εξείχε από την πλευρά της βελανιδιάς. «Σου είπα κάποτε να το κρατήσεις μέχρι να μάθεις ν’ αρέσκεσαι στη συχνή του χρήση. Αρχίζει να σου αρέσει, λοιπόν; Πώς ένιωσες όταν το χρησιμοποίησες λίγο πριν;»