Ο Πέριν κούνησε έντονα το κεφάλι του. «Όχι! Όχι δεν είναι ακριβώς έτσι! Όμως...»
«Όμως τι, αγόρι μου; Θαρρώ πως τρόμαξες ακόμα και τον Μασέμα, μόνο που μυρίζεις κι εσύ λίγο φοβισμένος».
«Καιρός ήταν να φοβηθεί κι αυτός», μουρμούρισε ο Πέριν, ανασηκώνοντας αδέξια τους ώμους του. Μερικά πράγματα ήταν δύσκολο να ειπωθούν, αν κι ίσως είχε έρθει η ώρα να γίνει κι αυτό. «Το τσεκούρι. Δεν το πρόσεξα αμέσως, παρά μόνο όταν το ξανασκέφτηκα. Ήταν τη νύχτα που συνάντησα τον Γκαούλ, όταν οι Λευκομανδίτες προσπάθησαν να μας δολοφονήσουν. Αργότερα, πολεμώντας τους Τρόλοκ στους Δύο Ποταμούς, δεν ήμουν πια και τόσο σίγουρος. Ύστερα, όμως, στα Πηγάδια του Ντουμάι, βεβαιώθηκα. Φοβάμαι όταν δίνω μάχη, Ιλάυας, φοβάμαι και λυπάμαι μαζί, γιατί μπορεί να μην ξαναδώ τη Φάιλε». Ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά, μέχρι που πόνεσε το στήθος του. Η Φάιλε. «Μόνο που... Άκουσα τον Γκρέηντυ και τον Νιλντ να συζητούν πώς είναι όταν χειρίζονται τη Μία Δύναμη. Λένε ότι νιώθουν πιο ζωντανοί. Όταν πολεμάω, φοβάμαι ακόμα και να φτύσω, αλλά νιώθω πιο ζωντανός από ποτέ, εκτός από τις περιπτώσεις που κρατάω στην αγκαλιά μου τη Φάιλε. Δεν νομίζω πως θα το άντεχα αν αισθανόμουν έτσι για όσα μόλις έκανα εκεί κάτω. Αμφιβάλλω κατά πόσον θα με δεχόταν κι η ίδια η Φάιλε αν το μάθαινε».
Ο Ιλάυας ρουθούνισε. «Δεν νομίζω πως το έχεις μέσα σου, αγόρι μου. Άκου. Ο κίνδυνος παραμονεύει για πολλούς ανθρώπους με διαφορετικούς τρόπους. Μερικοί είναι ψυχροί και τακτικοί, αλλά θαρρώ πως δεν ανήκεις σε αυτή την κατηγορία. Όταν η καρδιά σου αρχίζει να χτυπάει, το αίμα σου ζεσταίνεται, κάτι που σημαίνει ότι ακονίζει και τις αισθήσεις σου. Σε κάνει να έχεις πλήρη επίγνωση των πάντων. Μπορεί να πεθάνεις μέσα σε λίγα λεπτά, μπορεί και το επόμενο δευτερόλεπτο, αλλά τώρα δεν είσαι νεκρός, πράγμα που το βιώνεις από την κορυφή έως τα νύχια. Τα πράγματα είναι αναλλοίωτα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει σώνει και καλά να σ’ αρέσουν κιόλας».
«Πολύ θα ήθελα να το πιστέψω αυτό», είπε απλά ο Πέριν.
«Ζήσε όσο εγώ», αποκρίθηκε ο Ιλάυας βραχνά, «και θα το πιστέψεις. Μέχρι τότε, πάρε ως δεδομένο ότι έχω ζήσει περισσότερο από σένα κι ότι βρισκόμουν εδώ πριν από σένα».
Οι δυο τους απέμειναν να κοιτάζουν το τσεκούρι. Ο Πέριν ήθελε να πιστέψει. Το αίμα πάνω στη λαβή του τσεκουριού είχε μαυρίσει πλέον. Ποτέ στο παρελθόν το αίμα δεν φάνταζε τόσο μαύρο. Πόσος καιρός είχε περάσει; Κρίνοντας από τη γωνία του φωτός που περνούσε μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων, ο ήλιος είχε πάρει την κατιούσα.
Ξαφνικά, έφτασε στ’ αυτιά του ο ήχος από οπλές που σύνθλιβαν το χιόνι και που τον πλησίαζαν με αργό ρυθμό. Λίγα λεπτά αργότερα, εμφανίστηκαν ο Νιλντ κι ο Άραμ, με τον πάλαι ποτέ Μάστορα να δείχνει κάποια ίχνη στο χιόνι και τον Άσα’μαν να κουνά ανυπόμονα το κεφάλι του. Το ίχνος ήταν καθαρό μεν, αλλά ο Πέριν δύσκολα θα στοιχημάτιζε ότι ο Νιλντ μπορούσε να το ακολουθήσει, μια και κατά βάθος ήταν άνθρωπος της πόλης.
«Ο Αργκάντα θεώρησε πως έπρεπε να περιμένουμε μέχρι να κρυώσει το αίμα σου», είπε ο Νιλντ, γέρνοντας πάνω στη σέλα του και κοιτώντας τον Πέριν εξεταστικά. «Προσωπικά, δεν νομίζω πως μπορεί να κρυώσει κι άλλο». Ένευσε, και γύρω από τις άκρες των χειλιών του σχηματίστηκε μια έκφραση ικανοποίησης. Είχε συνηθίσει να τον φοβάται ο κόσμος, κυρίως εξαιτίας του μαύρου πανωφοριού του κι αυτού που αντιπροσώπευε.
«Μίλησαν», είπε ο Άραμ, «κι όλοι απάντησαν με τον ίδιο τρόπο». Η βλοσυρότητά του, όμως, μαρτυρούσε ότι δεν του άρεσαν αυτές οι απαντήσεις. «Έχω την εντύπωση πως η απειλή και μόνο πως θα τους παρατήσουμε να ικετεύουν, τους φόβισε πιο πολύ κι απ’ το τσεκούρι σου. Ωστόσο, είπαν πως δεν είδαν πουθενά την Αρχόντισσα Φάιλε, ούτε κάποια από τις υπόλοιπες. Ίσως πρέπει να ξαναδοκιμάσουμε με τα κάρβουνα. Ίσως έτσι, θυμηθούν». Ακουγόταν κάπως ανυπόμονος, αλλά γιατί; Για να βρεθεί η Φάιλε ή για να χρησιμοποιήσει τα κάρβουνα;
Ο Ιλάυας μόρφασε. «Απλώς θα σου απαντήσουν καταπώς νομίζουν, και θα σου πουν αυτό που θες να ακούσεις. Ούτως ή άλλως, δεν είχαμε πολλές πιθανότητες. Υπάρχουν χιλιάδες Σάιντο και χιλιάδες αιχμάλωτοι. Μπορείς να περάσεις μια ζωή ανάμεσά τους και να μη συναντήσεις πάνω από μερικές εκατοντάδες κόσμο, και πάλι δεν θα τους θυμάσαι όλους».
«Τότε, πρέπει να τους σκοτώσουμε», είπε κάπως θλιμμένα ο Άραμ. «Η Σούλιν είπε ότι οι Κόρες φρόντισαν να τους συλλάβουν τη στιγμή που δεν κουβαλούσαν όπλα επάνω τους, έτσι ώστε να τους ανακρίνουν. Δεν είχαν φθάσει ακόμα στο σημείο να γίνουν γκαϊ’σάιν. Έστω κι ένας να δραπετεύσει, θα ειδοποιήσει τους Σάιντο ότι βρισκόμαστε εδώ, και τότε θα μας κυνηγήσουν».