Выбрать главу

Ο Πέριν ένιωθε τις αρθρώσεις του σκουριασμένες και πονεμένες καθώς ανασηκωνόταν. Του ήταν αδύνατον να αφήσει τους Σάιντο να ξεφύγουν έτσι απλά. «Κάποιος μπορεί να τους φρουρεί, Άραμ». Η βιασύνη τού είχε στοιχίσει τη Φάιλε σχεδόν ολοκληρωτικά, κι αυτός πάλι βιαζόταν. Βιασύνη. Πόσο ήπια λέξη για να κόψεις το χέρι ενός άντρα, και μάλιστα χωρίς κανέναν λόγο. Ανέκαθεν προσπαθούσε να σκέφτεται προσεκτικά και να δρα με σύνεση, κάτι που έπρεπε να κάνει και τώρα, μολονότι ένιωθε την κάθε σκέψη να τον πονά. Η Φάιλε ήταν χαμένη σε μια θάλασσα ασπροντυμένων αιχμαλώτων. «Ίσως κάποιοι άλλοι γκαϊ’σάιν να ξέρουν πού είναι», μουρμούρισε στρεφόμενος προς τον καταυλισμό. Πώς, όμως, θα έπιανε οποιονδήποτε γκαϊ’σάιν των Σάιντο; Δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορούν εκτός στρατοπέδου, παρά μόνο συνοδεία φρουρού.

«Μ’ αυτό τι θα κάνεις, αγόρι μου;» ρώτησε ο Ιλάυας.

Ο Πέριν κατάλαβε τι εννοούσε χωρίς να κοιτάξει. Το τσεκούρι. «Άφησέ το, μήπως το βρει κανείς». Η φωνή τους έγινε τραχιά. «Ίσως κάποιος ανόητος βάρδος βγάλει καμιά ιστορία από δαύτο». Κίνησε για το στρατόπεδο δίχως να ρίξει ματιά πίσω. Με τον βρόχο του άδειο, το παχύ ζωνάρι γύρω από τη μέση του ήταν ανάλαφρο. Όλα είχαν γίνει μάταια.

Τρεις μέρες αργότερα, οι άμαξες επέστρεψαν φορτωμένες από το Σο Χάμπορ κι ο Μπάλγουερ μπήκε στη σκηνή του Πέριν παρέα μ’ έναν ψηλό κι αξύριστο άντρα, που φορούσε ένα βρώμικο μάλλινο πανωφόρι κι είχε ένα ξίφος που έδειχνε αρκετά φροντισμένο. Αρχικά, ο Πέριν δεν αναγνώρισε το πρόσωπο πίσω από το αφρόντιστο γένι του ενός μηνός, αλλά κατόπιν έπιασε την οσμή του άντρα.

«Δεν περίμενα να σε ξαναδώ», είπε. Ο Μπάλγουερ βλεφάρισε, κάτι που θα ερμηνευόταν ως ένδειξη έκπληξης αν επρόκειτο για κάποιον άλλο. Αναμφίβολα, ο μικροκαμωμένος άντρας που έμοιαζε με πουλί προσδοκούσε να κάνει μια αναπάντεχη εμφάνιση.

«Έψαχνα τη... τη Μάιντιν», απάντησε τραχιά ο Τάλανβορ, «αλλά οι Σάιντο κινήθηκαν γρηγορότερα από μένα. Ο Άρχοντας Μπάλγουερ λέει ότι εσύ γνωρίζεις πού είναι».

Ο Μπάλγουερ έριξε μια κοφτή ματιά στον νεότερο άντρα, αλλά η φωνή του παρέμεινε ξερή κι ασυγκίνητη όπως η μυρωδιά του. «Ο Άρχοντας Τάλανβορ κατέφθασε στο Σο Χάμπορ λίγο πριν φύγω, Άρχοντά μου. Τον συνάντησα εντελώς τυχαία, αλλά μπορεί και να ήταν ευτυχής αυτή η σύμπτωση. Ίσως έχει κάποιους συμμάχους που μπορούν να σε βοηθήσουν. Θα τον αφήσω να σου τα πει ο ίδιος».

Ο Τάλανβορ κοίταξε συνοφρυωμένος το δάπεδο και δεν είπε τίποτα.

«Συμμάχους;» τον παρότρυνε ο Πέριν. «Το ιδανικό θα ήταν να έχω έναν ολόκληρο στρατό στη διάθεσή μου, αλλά οποιαδήποτε βοήθεια εκ μέρους σου είναι καλοδεχούμενη».

Ο Τάλανβορ έριξε μια ματιά στον Μπάλγουερ, ο οποίος έγειρε ελαφρά το κεφάλι και του χαμογέλασε ενθαρρυντικά και μειλίχια. Ο αξύριστος άντρας πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σχεδόν δεκαπέντε χιλιάδες Σωντσάν. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι είναι Ταραμπονέζοι, αλλά έχουν ταχθεί κάτω από τα λάβαρα των Σωντσάν. Μαζί τους έχουν και... τουλάχιστον μια ντουζίνα νταμέην». Επιτάχυνε τα λόγια του κι η φωνή του πήρε επιτακτική χροιά, για να μην προλάβει να τον διακόψει ο Πέριν. «Ξέρω πολύ καλά ότι είναι σαν να σε βοηθάει ο ίδιος ο Σκοτεινός, αλλά κι αυτοί κυνηγούν τους Σάιντο. Επιπλέον, προσωπικά, θα δεχόμουν ακόμα και τη βοήθεια του Σκοτεινού προκειμένου να ελευθερώσω τη Μάιντιν».

Για μια στιγμή, ο Πέριν απέμεινε να κοιτάει τους δύο άντρες, τον μεν Τάλανβορ που ψηλάφιζε τη λαβή του σπαθιού του, τον δε Μπάλγουερ σαν σπουργίτι που περιμένει να δει από ποια μεριά θα πηδήξει ο γρύλος. Οι Σωντσάν, μαζί με νταμέην. Πράγματι, ήταν σαν να σε βοηθάει ο ίδιος ο Σκοτεινός. «Κάτσε κάτω και πες μου γι’ αυτούς τους Σωντσάν», είπε τελικά.

28

Ένα Μπουκέτο Τριαντάφυλλα

Από τότε που είχαν φύγει από το Έμπου Νταρ, το ταξίδι με τον Μέγα Περιοδεύοντα Θίασο και τη Μεγαλειώδη Επίδειξη Ασυνήθιστων Θαυμάτων του Βάλαν Λούκα ήταν τόσο άσχημο όσο οι πιο ζοφερές σκέψεις του Ματ. Κατ’ αρχάς, έβρεχε σχεδόν καθημερινά για μερικές ώρες, ενώ κάποια στιγμή η βροχή συνεχίστηκε απτόητη επί τρεις μέρες, βροχή κρύα και χειμερινή, που έπεφτε καταρρακτωδώς κι ελάχιστα διέφερε από χιονόπτωση, καθώς και παγερό ψιλόβροχο, που μούσκευε πέρα για πέρα το πανωφόρι και σε άφηνε να τουρτουρίζεις πριν καλά-καλά το πάρεις χαμπάρι. Το νερό έτρεχε από τον χιλιοπατημένο δρόμο σαν να ήταν λιθόστρωτο, αφήνοντας πίσω στη χειρότερη περίπτωση μια λεπτή και γλιστερή λάσπη, έτσι που αυτή η τεράστια πομπή από άμαξες, άλογα κι ανθρώπους κάλυπτε ελάχιστη απόσταση μόλις ξεμύτιζε ο ήλιος. Αρχικά, τα μέλη του θιάσου ανυπομονούσαν να αφήσουν πίσω τους την πόλη όπου οι αστραπές βύθιζαν πλοία κατά τη διάρκεια της νύχτας και τα αλλόκοτα εγκλήματα έκαναν τους πάντες να κοιτούν καχύποπτα πάνω από τον ώμο τους, πασχίζοντας να κρατήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση από κάποιον ζηλιάρη αριστοκράτη Σωντσάν που θα προσπαθούσε απεγνωσμένα να ξετρυπώσει τη γυναίκα του και που θα ξεσπούσε στον πρώτο τυχόντα, άσχετα αν συνδεόταν ή όχι με το θέμα. Στην αρχή, προχωρούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν τα άλογα να τραβήξουν τις άμαξες, εξωθώντας τα να κάνουν άλλο ένα βήμα, να καλύψουν ακόμη ένα μίλι. Με κάθε μίλι, ένιωθαν όλο και πιο απομακρυσμένοι από τον κίνδυνο, όλο και πιο ασφαλείς, και προς το τέλος του πρώτου απογεύματος...