«Πρέπει να φροντίσουμε τα άλογα», εξήγησε ο Λούκα, παρακολουθώντας την ομάδα των υποζυγίων του να λύνεται από την κραυγαλέα βαμμένη άμαξά του και να κατευθύνεται στις γραμμές των αλόγων κάτω από το ψιλόβροχο. Ο ήλιος εξακολουθούσε να απέχει αρκετά ακόμα από τον ορίζοντα, αλλά τα γκρίζα πλοκάμια καπνού από τις πρόχειρες οπές των σκηνών, τις μεταλλικές καμινάδες και τις άμαξες σε μέγεθος κουτιού που χρησίμευαν ως σπίτια, ήδη υψώνονταν. «Δεν μας κυνηγάει κανείς κι έχουμε πολύ δρόμο μέχρι το Λάγκαρντ. Τα καλά άλογα σπανίζουν κι είναι κι ακριβά». Ο Λούκα συνοφρυώθηκε κι έκανε μια ξινισμένη γκριμάτσα, κουνώντας το κεφάλι του. Η αναφορά και μόνο των εξόδων ανέκαθεν τον δυσαρεστούσε. Ήταν σφιχτοχέρης, με εξαίρεση τα θέματα που παρενέβαινε η γυναίκα του. «Πιθανότατα, δεν θα συναντήσουμε κανένα μέρος που ν’ αξίζει να μείνουμε πάνω από μία μέρα. Τα περισσότερα χωριά έχουν ελάχιστους κατοίκους κι είναι δύσκολο να κρίνεις σε τι κατάσταση θα βρεις μια πόλη μέχρι να εγκατασταθείς. Άλλωστε, δεν με πληρώνεις αρκετά για να παρατήσω τη δουλειά μου». Τραβώντας πιο κοντά στο κορμί του τον κεντητό πορφυρό μανδύα, για να προστατευτεί από την υγρασία, έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του, προς τη μεριά της άμαξάς του. Η οσμή από κάτι πικρό πλανιόταν στην απαλή βροχή. Ο Ματ δεν ήταν διόλου σίγουρος αν θα ήθελε να φάει κάτι που είχε μαγειρέψει η γυναίκα του Λούκα. «Είσαι σίγουρος πως δεν μας κυνηγάει κανείς, έτσι, Κώθον;»
Ο Ματ, νευριασμένος, κατέβασε κι άλλο στο μέτωπό του τον μάλλινο σκούφο και προχώρησε με δρασκελιές ανάμεσα στην έκταση από τις έγχρωμες σκηνές και τις άμαξες, τρίζοντας τα δόντια του. Δεν τον πλήρωνε αρκετά; Συγκριτικά με αυτά που του πρόσφερε, ο Λούκα θα έπρεπε να δείχνει πρόθυμος να αναγκάσει τα ζώα του να πάνε τρέχοντας έως το Λάγκαρντ. Τέλος πάντων, όχι ακριβώς τρέχοντας —σε τελική ανάλυση, δεν ήθελε να ξεκάνει τα ζωντανά— αλλά ετούτος εδώ ο λιμοκοντόρος, που έσκαγε γάιδαρο, δεν θα έπρεπε να έχει πρόβλημα να ζοριστεί λίγο περισσότερο.
Όχι πολύ μακριά από την άμαξα του Λούκα, ο Τσελ Βάνιν είχε καβαλικέψει ένα τρίποδο σκαμνί, ανακατεύοντας κάποιο είδος σκούρου ζωμού σε μια μικρή κατσαρόλα, η οποία κρεμόταν πάνω από μια μικρή φωτιά. Η βροχή έσταζε μέσα στην κατσαρόλα από το κυρτό γείσο του καπέλου του, αλλά ο ευτραφής άντρας δεν φάνηκε να το προσέχει, ούτε να ενδιαφέρεται. Ο Γκόρντεραν κι ο Φέργκιν, δύο από τους Κοκκινόχερους, βλαστημούσαν καθώς κάρφωναν πασσάλους στο λασπώδες έδαφος, για να στηριχθούν τα σχοινιά της σκηνής από βρώμικο καφετί καραβόπανο, την οποία μοιράζονταν με τον Χάρναν και τον Μέτγουιν. Και με τον Βάνιν, επίσης, αλλά ο Βάνιν κατείχε μερικές ικανότητες που τον καθιστούσαν ανώτερο από το να στήνει σκηνές, κι οι Κοκκινόχεροι συμφωνούσαν σ’ αυτό, αν και με κάποια απροθυμία. Ο Βάνιν ήταν έμπειρος πεταλωτής, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι κατείχε τον τίτλο του καλύτερου ιχνηλάτη κι αλογοκλέφτη της περιοχής, και μάλιστα της ευρύτερης, όσο κι αν φάνταζε απίθανο κάτι τέτοιο εκ πρώτης όψεως.
Το βλέμμα του Φέργκιν έπεσε πάνω στον Ματ και πάσχισε να πνίξει μια βρισιά καθώς το σφυρί του αστόχησε κι, αντί να χτυπήσει τον πάσσαλο της σκηνής, κοπάνησε τον αντίχειρα του. Αφήνοντας το σφυρί να πέσει, έβαλε τον αντίχειρα στο στόμα του και κάθισε οκλαδόν γκρινιάζοντας. «Όλη νύχτα θα μείνουμε έξω φρουρώντας ετούτες τις γυναίκες, Άρχοντά μου. Δεν γίνεται να προσλάβεις τίποτα εκπαιδευτές αλόγων να κάνουν τη δουλειά, έτσι ώστε να μείνουμε στεγνοί μέχρι ν’ αναγκαστούμε να βραχούμε ξανά;»
Ο Γκόρντεραν σκούντησε με το παχύ του δάχτυλο τον ώμο του Φέργκιν. Όσο ο Φέργκιν ήταν πετσί και κόκαλο, τόσο ο άλλος ήταν πλατύστερνος, και μάλιστα Δακρυνός παρά τα γκρίζα μάτια του. «Οι εκπαιδευτές αλόγων θα στήσουν τη σκηνή και θα βουτήξουν οτιδήποτε βρουν πρόχειρο, Φέργκιν». Άλλο ένα σκούντημα με το δάχτυλο. «Θα σου άρεσε να δεις έναν από αυτούς τους αλαφροδάχτυλους να φεύγει κρατώντας τη βαλλίστρα ή τη σέλα μου; Κι είναι και καλή σέλα». Στο τρίτο σκούντημα, ο Φέργκιν κόντεψε να πέσει στο πλάι, «Ας κάνουμε πως δεν στήνουμε τη σκηνή, κι ο Χάρναν θα μας βάλει να στεκόμαστε όρθιοι όλη νύχτα για να φυλάμε».