Ο Φέργκιν τον αγριοκοίταξε και γρύλισε, αλλά τελικά πήρε στα χέρια του το σφυρί και τίναξε τη λάσπη από το πανωφόρι του. Ήταν καλός στρατιώτης αλλά όχι ιδιαίτερα έξυπνος.
Ο Βάνιν έφτυσε μέσα από το κενό που υπήρχε στα δόντια του, κι η φτυσιά κόντεψε να πέσει μέσα στο τσουκάλι. Το βραστό μύριζε υπέροχα, ό,τι κι αν ήταν αυτό που μαγείρευε η Λατέλ, αλλά ο Ματ αποφάσισε να μη φάει εδώ. Χτυπώντας ελαφρά το ξύλινο κουτάλι του στη στεφάνη του τσουκαλιού, για να το καθαρίσει, ο χοντρός άντρας κοίταξε τον Ματ πίσω από τα βαριά του βλέφαρα. Το στρογγυλό του πρόσωπο συχνά έδινε την εντύπωση ότι ήταν μισοκοιμισμένος, αλλά μονάχα ένας ανόητος θα πίστευε κάτι τέτοιο. «Μ’ αυτούς τους ρυθμούς, θα φτάσουμε στο Λάγκαρντ γύρω στο τέλος του καλοκαιριού. Αν φτάσουμε».
«Θα φτάσουμε, Βάνιν», είπε ο Ματ, δείχνοντας μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση απ’ όση ένιωθε τη συγκεκριμένη στιγμή. Το τραχύ μάλλινο πανωφόρι, που λίγες ώρες πριν ήταν στεγνό, είχε στραγγίξει το βρόχινο νερό μόνο σε μερικά σημεία, και τώρα ο Ματ αισθανόταν το νερό να κυλάει στην πλάτη του. Δύσκολα νιώθεις αυτοπεποίθηση όταν το παγωμένο βροχόνερο τρέχει στη ραχοκοκαλιά σου. «Ο χειμώνας έχει σχεδόν τελειώσει. Μόλις μπει η άνοιξη, θα κινηθούμε ταχύτερα, θα δεις. Πριν φύγει η άνοιξη, θα βρισκόμαστε ήδη στο Λάγκαρντ».
Ούτε ο ίδιος δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Την πρώτη μέρα δεν είχαν καλύψει πορεία μεγαλύτερη των δύο λευγών, και τις επόμενες ζήτημα ήταν αν είχαν καλύψει δυόμιση λεύγες ημερησίως, κάτι που θεωρείτο καλή επίδοση. Κατά μήκος του Μεγάλου Βορεινού Δρόμου, τα μέρη που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πόλεις ήταν ελάχιστα, κάτι που άλλαζε αισθητά καθώς ο θίασος προχωρούσε βόρεια. Ο κόσμος τον αποκαλούσε «ο Δρόμος του Έμπου Νταρ» ή «ο Δρόμος του Πορθμού» ή, μερικές φορές, απλώς «ο δρόμος», λες κι ήταν μονάχα ένας. Ο Λούκα όμως δεν έχανε ευκαιρία να σταματήσει σε κάθε πόλη, είτε πραγματική, είτε κατ’ επίφασιν, είτε ήταν οχυρωμένη, είτε ήταν ένα προχειροφτιαγμένο χωριό με έξι δρόμους όλους κι όλους κι ένα σκληρό λιθόστρωτο που εκτελούσε χρέη κεντρικής πλατείας. Τους πήρε μισή μέρα περίπου για να τακτοποιήσουν τον θίασο και να στήσουν γύρω του το τείχος από καραβόπανο, με αυτό το τεράστιο μπλε λάβαρο με τα κόκκινα γράμματα να κρέμεται στην είσοδο. Ο Μέγας Περιοδεύων Θίασος του Βάλαν Λούκα. Ο Λούκα δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να τραβήξει τα πλήθη, και τα νομίσματα από τα πουγκιά τους, φυσικά. Όπως, επίσης, δεν έχανε την ευκαιρία να επιδεικνύει κάποιον από τους λαμπερούς πορφυρούς μανδύες του, απολαμβάνοντας την κολακεία του κοινού, κάτι που του άρεσε σχεδόν όσο τα χρήματα. Σχεδόν.
Τα παράδοξα νούμερα των διασκεδαστών και τα περίεργα ζώα από τις μακρινές χώρες που βρίσκονταν κλεισμένα στα κλουβιά ήταν αρκετά για να προσελκύσουν τον κόσμο, αν και πολλές φορές αρκούσαν τα ζώα των γύρω περιοχών. Άλλωστε, δεν ήταν πολλοί εκείνοι που είχαν απομακρυνθεί τόσο, ώστε να έχουν δει από κοντά αρκούδα, πόσω μάλλον ένα λιοντάρι. Μόνο η δυνατή βροχή μπορούσε να γίνει αιτία μη προσέλευσης του κόσμου· στην περίπτωση που έπεφτε χαλάζι, οι ταχυδακτυλουργοί κι οι ακροβάτες αρνούνταν να κάνουν τα νούμερό τους δίχως να έχουν καλυμμένα τα κεφάλια τους. Έτσι, ο Λούκα αναγκαζόταν να πηγαινοέρχεται βλοσυρός κι εκνευρισμένος, ψάχνοντας να βρει αρκετή λινάτσα για να τη χρησιμοποιήσει ως κάλυμμα για κάθε νούμερο ή να φτιάξει μια σκηνή τόσο μεγάλη που να χωράει ολόκληρο τον θίασο. Μία και μόνο σκηνή! Ο τύπος ήταν φαντασμένος μέσα στην άμετρη φιλοδοξία του. Και γιατί να μην έφτιαχνε κι ένα παλάτι με ρόδες;
Ωστόσο, ο Ματ θα ήταν ευτυχισμένος αν αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο περιοριζόταν στον Λούκα και στον αργό ρυθμό με τον οποίο κινείτο ο θίασός του. Υπήρχαν φορές που τους προσπερνούσαν δύο-τρία αργοκίνητες πομπές Σωντσάν αποίκων, που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα, με τις αλλόκοτες και μυτερές άμαξες τους και τα παράδοξα βοοειδή ή αρνιά ή κατσίκες, πριν ακόμα κουνηθεί η πρώτη άμαξα του θιάσου. Άλλες φορές, φάλαγγες Σωντσάν στρατιωτών τούς πρόφταιναν σουλατσάροντας και με αργό βηματισμό, σειρές ολόκληρες από άντρες με περικεφαλαίες, που έμοιαζαν με κεφάλια τεράστιων εντόμων, οι οποίοι περπατούσαν με αυστηρό ρυθμό, καθώς επίσης και σειρές από καβαλάρηδες με θωρακίσεις επικαλυπτόμενων, βαμμένων και ριγωτών πλακών. Μια φορά, οι αναβάτες ήταν καβάλα πάνω σε τορμ, πλάσματα με μπρούντζινη θωράκιση, που έμοιαζαν με γάτες σε μέγεθος αλόγου, μόνο που είχαν τρία μάτια. Ήταν καμιά εικοσαριά από δαύτα, προχωρώντας φιδογυριστά και με κυματοειδή καλπασμό, γοργότερα απ’ όσο θα μπορούσε να τροχάσει άλογο. Ούτε οι αναβάτες ούτε τα ζώα είχαν ρίξει δεύτερη ματιά στον θίασο, αλλά τα άλογα αγρίεψαν καθώς περνούσαν τα τορμ, κι άρχισαν να χλιμιντρίζουν και να σηκώνονται στα πισινά τους πόδια. Τα λιοντάρια, οι λεοπαρδάλεις κι οι αρκούδες άρχισαν να γρυλίζουν στα κλουβιά τους, ενώ τα παράξενα ελάφια έπεφταν πάνω στα κάγκελα, στην προσπάθειά τους να δραπετεύσουν. Τους πήρε μερικές ώρες μέχρι να τα καθησυχάσουν και να καταφέρουν να κινηθούν ξανά οι άμαξες, κι ο Λούκα επέμενε να ξύσουν πρώτα τα ζώα που ήταν στα κλουβιά. Τα ζώα του αποτελούσαν τεράστια επένδυση. Δύο φορές, αξιωματικοί με περικεφαλαίες από τις οποίες ξεφύτρωναν λεπτά φτερά, αποφάσισαν να κάνουν έλεγχο στις άδειες του Λούκα για τα άλογά του· Μέχρι να φύγουν ικανοποιημένοι, τον Ματ τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Καθώς ο θίασος προχωρούσε βόρεια, οι αριθμοί των Σωντσάν άρχισαν να φθίνουν ολοένα, αλλά ο Ματ εξακολουθούσε να ιδρώνει όποτε έβλεπε κάποια άλλη ομάδα, άσχετα από αν ήταν στρατιώτες ή άποικοι. Μπορεί η Σούροθ να είχε αποκρύψει την εξαφάνιση της Τουόν, αλλά οι Σωντσάν σίγουρα θα την έψαχναν. Αρκούσε ένας αξιωματικός που έχωνε τη μύτη του παντού, και θα διαπίστωνε ότι οι άδειες δεν συμφωνούσαν με τον αριθμό των αλόγων. Κατόπιν τούτου, θα έκανε ενδελεχή έρευνα στις άμαξες, κι αλίμονο αν βρισκόταν έστω και μία ανεπίσημη σουλ’ντάμ ανάμεσα στους ταχυδακτυλουργούς και στους ακροβάτες, για την οποία θα πίστευε ότι ανήκε στις γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης. Ο Ματ άρχισε ξανά να ιδρώνει, κι οι κόμποι του ιδρώτα του ήταν σωστά δαμάσκηνα! Δυστυχώς, δεν ήταν πολλοί αυτοί που νοιάζονταν για το τομάρι τους.