Έξω από ένα μικροσκοπικό χωριό ονόματι Γουίσιν, μια αρμαθιά σπίτια με καλαμοσκεπές που ούτε καν ο Λούκα δεν έκρινε ότι άξιζε τον κόπο να ασχοληθούν, ο Ματ στάθηκε φορώντας τον βαρύ μάλλινο μανδύα του, σφιγμένο πάνω στο κορμί του για να προστατεύεται από τη βροχή, παρακολουθώντας τις τρεις Άες Σεντάι να επιστρέφουν στα κλεφτά στον θίασο με το που έδυε ο ήλιος. Από μακριά, ακούστηκε ο ήχος της βροντής. Κι οι τρεις τους ήταν σκεπασμένες από την κορυφή έως τα νύχια με μανδύες και με τις κουκούλες τραβηγμένες μπροστά, αλλά ο Ματ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για το ποιες ήταν. Με τους κρουνούς ίου ουρανού να έχουν ανοίξει, πέρασαν σε μια απόσταση μόλις δέκα ποδιών χωρίς να τον προσέξουν, αλλά το ασημένιο μενταγιόν που κρεμόταν κάτω από την πουκαμίσα του κρύωσε πάνω στο στήθος του. Τουλάχιστον μία από αυτές διέθετε την ικανότητα της διαβίβασης ή, έστω, μπορούσε να χαλιναγωγήσει τη Δύναμη. Που να τον πάρει και να τον σηκώσει, ήταν κι οι τρεις τους τρελές και παλαβιάρες.
Οι Άες Σεντάι δεν είχαν προλάβει να εξαφανιστούν ανάμεσα στις καρότσες και στις σκηνές, όταν φάνηκαν τρεις ακόμα μορφές καλυμμένες με μανδύες να τρέχουν ξοπίσω τους. Το βλέμμα της μίας από αυτές τις γυναίκες ήταν διαπεραστικό και, σηκώνοντας το χέρι της, έδειξε τον Ματ, όμως οι άλλες απλώς κοντοστάθηκαν κι έπειτα κίνησαν όλες μαζί ν’ ακολουθήσουν τις Άες Σεντάι. Ο Ματ κόντεψε να βλαστημήσει, αλλά συγκρατήθηκε. Ήταν υπεράνω πλέον. Αν προσφωνούσε δυνατά τους ανθρώπους που ήθελε κι οι οποίοι περιπλανιούνταν τριγύρω, σε σημεία όπου κάλλιστα θα μπορούσε να τους επισημάνει μια περιπολία Σωντσάν, οι Άες Σεντάι κι οι σουλ’ντάμ θα φανερώνονταν μαζί με την Τουόν και τη Σελούσια.
«Αναρωτιέμαι τι θέλουν», είπε ο Νόαλ πίσω ίου, κι ο Ματ αναπήδησε, με αποτέλεσμα το βροχόνερο να πέσει στην κουκούλα του κι από εκεί να κατηφορίσει στον σβέρκο του. Ευχήθηκε να έπαυε ο βλογιοκομμένος γέρος να τον πλησιάζει στα κρυφά.
«Σκοπεύω να μάθω», μουρμούρισε ο Ματ, σιάζοντας τον μανδύα του, αν και δεν κατάλαβε για ποιο λόγο μπήκε στον κόπο. Το πανωφόρι του ήταν κάπως υγρό, αλλά η λινή πουκαμίσα του είχε ήδη μουσκέψει.
Παραδόξως, ο Νόαλ είχε απομακρυνθεί όταν ο Ματ έφτασε στην άμαξα με τις γκρίζες ρίγες και το φθαρμένο ασβεστόχρωμα όπου κοιμούνταν οι Άες Σεντάι κι οι σουλ’ντάμ. Αυτός ο τύπος ήθελε να χώνει τη μύτη του παντού. Ίσως αποφάσισε πως είχε μουσκέψει αρκετά. Ο Μπλάερικ κι ο Φεν ήταν ήδη τυλιγμένοι με τις κουβέρτες τους κάτω από την άμαξα, προφανώς χωρίς να δίνουν την παραμικρή σημασία στη βροχή και στη λάσπη, αλλά ο Ματ δεν θα έπαιρνε όρκο πως κοιμούνταν. Πράγματι, ο ένας ανασηκώθηκε, ακούγοντας το πλατσούρισμα από τις μπότες του Ματ, που ανέβαινε στην άμαξα. Όποιος από τους δύο κι αν ήταν, απέφυγε να μιλήσει, αν κι ο Ματ αισθανόταν το βλέμμα του επάνω του. Ωστόσο, δεν δίστασε καθόλου και δεν μπήκε καν στον κόπο να χτυπήσει την πόρτα.
Το εσωτερικό ήταν κατάμεστο από τις έξι όρθιες γυναίκες που κρατούσαν τους μανδύες τους, οι οποίοι έσταζαν. Δύο φανοί ακουμπισμένοι σε αναρτήρες στους τοίχους σκορπούσαν τριγύρω ικανοποιητικό φωτισμό, καλύτερο απ’ ό,τι περίμενε. Έξι πρόσωπα στράφηκαν προς το μέρος του με τη χαρακτηριστική, παγερή ματιά των γυναικών που βλέπουν έναν άντρα να μπαίνει στα λημέρια τους. Η ατμόσφαιρα μέσα στην άμαξα μύριζε νοτισμένο ξύλο κι έδινε την εντύπωση της αστραπής που μόλις είχε ξεσπάσει ή που επρόκειτο να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή. Η βροχή έπαιζε ταμπούρλο στην οροφή κι ο κυματιστός ήχος του κεραυνού ακουγόταν έντονος, αλλά το μενταγιόν με την κεφαλή της αλεπούς πάνω στο δέρμα του δεν ήταν ψυχρότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο κομμάτι ασημιού. Ίσως ο Μπλάερικ κι ο Φεν τον είχαν αφήσει να μπει σκεπτόμενοι πως έτσι θα έτρωγε το κεφάλι του. Μπορεί, πάλι, να μην ήθελαν να ανακατευτούν. Από την άλλη, ένας Πρόμαχος ήταν έτοιμος να πεθάνει αν η Άες Σεντάι του αποφάσιζε πως ήταν απαραίτητο. Ένας Πρόμαχος ναι, αλλά όχι ο Ματ Κώθον. Έκλεισε ερμητικά την πόρτα σπρώχνοντάς τη με τον γοφό του, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, σπάνια του έδινε σουβλιές πια.