Выбрать главу

«Οι στρατιώτες των Σωντσάν διέσχισαν το χωριό χθες», είπε η Τέσλυν με έντονη την Ιλιανή προφορά της. Το αστραφτερό βλέμμα της Τζολίνε έπεσε επάνω της, αλλά η γυναίκα αδιαφόρησε και στράφηκε να κρεμάσει και τον δικό της μανδύα. «Άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις σχετικά με ξένους διαβάτες. Μερικοί, μάλιστα, παραπονέθηκαν που τους είχαν στείλει βόρεια». Η Τέσλυν κοίταξε πάνω από τον ώμο της, προς το μέρος της σουλ’ντάμ, και κατόπιν αποτράβηξε τη ματιά της με μια βαθιά ανάσα. «Φαίνεται πως ο Γυρισμός θα στραφεί ανατολικά. Οι στρατιώτες θαρρούν πως ο Στρατός της Παντοτινής Νίκης θα παρουσιάσει τους Ιλιανούς στην αυτοκράτειρά του πριν το τέλος της άνοιξης, καθώς επίσης και την ίδια την Πόλη μαζί με τα παρελκόμενα». Υποτίθεται πως όταν οι Άες Σεντάι πήγαιναν στον Λευκό Πύργο, εγκατέλειπαν οριστικά τις γενέτειρές τους, αλλά για οποιονδήποτε Ιλιανό ή Ιλιανή, η πόλη του Ίλιαν ήταν απλώς η «Πόλη» με κεφαλαίο «Π».

«Καλό αυτό», είπε ο Ματ συλλογισμένος, σαν να μονολογούσε. Οι στρατιώτες αντιδρούσαν με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, κι αυτός ήταν ένας λόγος που δεν ανέφερες τα σχέδιά σου στον κάθε τυχόντα πεζικάριο έως την τελευταία στιγμή. Τα λεπτά φρύδια της Τέσλυν ανασηκώθηκαν κι ο Ματ πρόσθεσε: «Αυτό σημαίνει πως ο δρόμος προς το Λάγκαρντ θα είναι, ως επί το πλείστον, ανοιχτός». Η Τέσλυν ένευσε, αν και με τρόπο κοφτό, όχι ιδιαίτερα ικανοποιημένη. Συνήθως, αυτό που υποτίθεται ότι έπρεπε να πράξουν οι Άες Σεντάι διέφερε από αυτό που έπρατταν τελικά.

«Δεν μιλήσαμε σε κανέναν, Άρχοντά μου, απλώς παρακολουθούσαμε τα κορίτσια», είπε η Μπέθαμιν. Η φωνή της ήταν ακόμα πιο αργή απ’ όσο συνήθως, αν κι η ομιλία των Σωντσάν έμοιαζε με μέλι σε χιονοθύελλα. Ήταν ολοφάνερα η επικεφαλής των τριών σουλ’ντάμ, αλλά πριν συνεχίσει, έριξε μια ματιά σε καθεμία από τις άλλες γυναίκες. «Στο Έμπου Νταρ, το μόνιμο θέμα συζήτησης στα διαμερίσματα των σουλ’ντάμ ήταν το Ίλιαν. Μια πλούσια πόλη σε μια πλούσια περιοχή, όπου πολύς κόσμος μπορεί να βρει καινούργια ονόματα, καθώς και πλούτη». Πρόφερε την τελευταία λέξη λες και τα πλούτη κάθε άλλο παρά συμβάδιζαν με το καινούργιο όνομα. «Έπρεπε να είχαμε καταλάβει πως θα ήθελες να πληροφορηθείς για τέτοιου είδους θέματα». Πήρε άλλη μια ανάσα, τόσο βαθιά, ώστε λίγο ακόμα και θα έβγαινε από τα ρούχα της. «Αν θες να ρωτήσεις κάτι, Άρχοντά μου, ευχαρίστως θα σου πούμε όσα ξέρουμε».

Η Ρέννα έσκυψε μπροστά του γι’ άλλη μια φορά, με την ανυπομονησία έκδηλη στο πρόσωπό της, κι η Σέτα είπε με τραγουδιστή φωνή: «Θα μπορούσαμε να ακούσουμε με προσοχή όσα έχουν να μας πουν στις πόλεις και στα χωριά που θα σταματήσουμε. Οι κοπέλες μπορεί να είναι αναξιόπιστες, αλλά εμάς μπορείς να μας εμπιστευθείς».

Η προσφορά βοήθειας εκ μέρους μιας γυναίκας δεν διέφερε και πολύ από το να σε βάλει σε ένα καζάνι με ζεστό νερό κι έπειτα να δυναμώσει τη φωτιά. Το πρόσωπο της Τζολίνε μετατράπηκε σε παγερή μάσκα καταφρόνιας. Δεν καταδεχόταν καν να προσέξει τις Σωντσάν, κάτι που είχε ξεκαθαρίσει με μια χαρακτηριστική ματιά. Ήταν αυτός ο γκαντέμης ο Ματ Κώθον που τράβηξε το ψυχρό της βλέμμα. Τα χείλη της Εντεσίνα λέπτυναν κι η διαπεραστική ματιά της γυναίκας πάσχιζε να ανοίξει τρύπες στο κεφάλι του και στο κεφάλι της σουλ’ντάμ. Ακόμα κι η Τέσλυν έδειχνε αγανακτισμένη. Μπορεί να του ήταν κι εκείνη ευγνώμων που την είχε σώσει, αλλά εξακολουθούσε να είναι Άες Σεντάι και να τον κοιτάει βλοσυρά. Ο Ματ είχε την εντύπωση πως, αν κάποια σουλ’ντάμ χτυπούσε παλαμάκια, η Τέσλυν θα πεταγόταν μέχρι το ταβάνι.

«Αυτό που θέλω από εσάς», εξήγησε υπομονετικά ο Ματ, «είναι να παραμείνετε στις άμαξες». Πρέπει να είναι κανείς υπομονετικός με τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των Άες Σεντάι, κάτι που είχε βιώσει στο πετσί του. «Αρκεί ένας απλός ψίθυρος ότι υπάρχουν κι Άες Σεντάι σε αυτόν τον θίασο, για να μας πάρουν στο κυνήγι οι Σωντσάν. Οι δε φήμες ότι υπάρχουν και Σωντσάν ανάμεσα στα μέλη του θιάσου δεν θα μας βοηθήσουν ούτε στο ελάχιστο. Όπως και να έχει, αργά ή γρήγορα, όλο και κάποιος θα θελήσει να μάθει τι τρέχει, και τότε όλοι μας θα τα βρούμε σκούρα. Σταματήστε να επιδεικνύεστε. Πρέπει να παραμείνετε διακριτικές μέχρι να πλησιάσουμε στο Λάγκαρντ. Δεν ζητάω πολλά, έτσι δεν είναι;» Οι αστραπές φώτισαν τα παράθυρα της άμαξας με μια γαλάζια λάμψη κι ο ήχος του κεραυνού ακούστηκε πάνω από τα κεφάλια τους, τόσο κοντά που η άμαξα σείστηκε.

Καθώς περνούσαν οι μέρες, φάνηκε πως, τελικά, μάλλον τους είχε ζητήσει πολλά. Ναι, οι Άες Σεντάι δεν παρέλειπαν να φορούν τις κουκούλες τους όταν έβγαιναν —το κρύο κι η βροχή ήταν μια καλή δικαιολογία γι’ αυτό— αλλά δεν ήταν λίγες οι φορές που σκαρφάλωναν στα καθίσματα των αμαξών ή που δεν κατέβαλαν την παραμικρή προσπάθεια για να δώσουν την εντύπωση ότι ήταν απλές υπηρέτριες του θιάσου. Βέβαια, δεν παραδέχονταν σε καμία περίπτωση ποιες ήταν στην πραγματικότητα, ούτε διέταζαν κανέναν, ούτε μιλούσαν σε κανέναν, παρά μόνο μεταξύ τους, αλλά πού ξανακούστηκε υπηρέτρια να απαιτεί από τον κόσμο να κάνει στην άκρη για να περάσει; Κάποιες φορές, επίσης, πήγαιναν στα χωριά ή στις πόλεις, όταν ήταν σίγουρες πως δεν υπήρχαν Σωντσάν εκεί γύρω. Κι όταν μία Άες Σεντάι ήταν σίγουρη για κάτι, τότε αυτό μάλλον αλήθευε. Δύο φορές γύρισαν πίσω βιαστικά, όταν ανακάλυψαν μια πόλη μισογεμάτη με αποίκους που πήγαιναν βόρεια, κι ανέφεραν στον Ματ όσα είχαν μάθει από τις επισκέψεις τους. Ο Ματ θεώρησε πως του είπαν την αλήθεια. Η Τέσλυν κι η Εντεσίνα μάλλον έτρεφαν ειλικρινή ευγνωμοσύνη απέναντι του — με τον τρόπο των Άες Σεντάι, τουλάχιστον.