Выбрать главу

«Φυσικά και μπορώ να τους ακολουθήσω», είπε ο Νόαλ, μειδιώντας κι αποκαλύπτοντας τα κενά ανάμεσα στα δόντια του, σαν να του έλεγε ότι γι’ αυτόν ήταν παιχνιδάκι. Ακούμπησε ένα ζαρωμένο δάχτυλο κατά μήκος της γαμψής του μύτης και γλίστρησε το άλλο, γεμάτο ρόζους, χέρι του κάτω από το πανωφόρι, εκεί όπου έκρυβε τα μαχαίρια. «Είσαι βέβαιος πως δεν θα ήταν καλύτερο να σιγουρέψουμε ότι δεν θα μιλήσει σε κανέναν; Μια πρόταση κάνω, αγόρι μου. Αν αρνηθείς, δεν υπάρχει πρόβλημα». Ο Ματ αρνήθηκε κατηγορηματικά. Είχε ήδη σκοτώσει μία γυναίκα στη ζωή του, αφήνοντας μια άλλη να σφαγιαστεί άσχημα. Δεν θα πρόσθετε και τρίτη στα κρίματά του.

«Φαίνεται πως η Σούροθ συμμάχησε με κάποιον βασιλιά», ανέφερε ο Τζούιλιν, χαμογελώντας πάνω από μια κούπα με αρωματικό κρασί. Αν μη τι άλλο, φαίνεται πως η Θίρα τον έκανε να χαμογελάει περισσότερο. Η γυναίκα είχε βολευτεί δίπλα στο σκαμνί του Τζούιλιν, στο εσωτερικό της στενής σκηνής, με το κεφάλι της να ακουμπάει στα γόνατά του και με τον άντρα να της χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά με το ελεύθερο χέρι του. «Συζητιέται αρκετά η περίπτωση να έχει έναν πανίσχυρο και καινούργιο σύμμαχο με το μέρος της. Άσε που αυτοί οι άποικοι τρέμουν τους Αελίτες».

«Θαρρώ πως οι περισσότεροι άποικοι έχουν σταλεί ανατολικά», είπε ο Θομ, κοιτώντας λυπημένα την κούπα του. Ο Τζούιλιν γινόταν όλο και πιο χαρούμενος μέρα με τη μέρα, αλλά ο Θομ έμοιαζε να θλίβεται όλο και περισσότερο. Ο Νόαλ είχε βγει, ρίχνοντας τη σκιά του πάνω στον Τζούιλιν και στη Θίρα, ενώ ο Λόπιν κι ο Νέριμ κάθονταν οκλαδόν στο πίσω μέρος της σκηνής. Οι δύο Καιρχινοί υπηρέτες είχαν βγάλει τα καλάθια με τα ραπτικά και περιεργάζονταν τα καλοφτιαγμένα πανωφόρια που είχε πάρει ο Ματ από το Έμπου Νταρ, μην τυχόν κι ήθελαν μοντάρισμα, οπότε η μικρή σκηνή φάνταζε ακόμα πιο συνωστισμένη. «Υπάρχουν κι αρκετοί στρατιώτες, επίσης», συνέχισε ο Θομ. «Όπως δείχνουν τα πράγματα, θα πέσουν πάνω στο Ίλιαν σαν βαριοπούλες».

Τέλος πάντων, τουλάχιστον ήξερε ότι όσα άκουγε από εκείνους ήταν η ωμή αλήθεια. Καμία από τις Άες Σεντάι δεν προσπαθούσε να τους βάλει ιδέες, ούτε οι σουλ’ντάμ προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τη φιλευσπλαχνία τους. Η Μπέθαμιν κι η Σέτα είχαν μάθει μέχρι και να υποκλίνονται. Κατά κάποιον τρόπο, ένιωθε πιο άνετα όταν έβλεπε τη Ρέννα να διπλώνεται στα δύο. Φάνταζε δίκαιο, αν κι ήταν κάπως παράξενο.

Όσον αφορούσε στον ίδιο, άσχετα από το αν βρίσκονταν σε πόλη ή σε χωριό, ο Ματ δεν έριχνε ποτέ πάνω από μια σύντομη ματιά τριγύρω, με το πέτο του ανασηκωμένο και τον σκούφο του τραβηγμένο προς τα κάτω, πριν κατευθυνθεί πίσω, στον θίασο. Σπάνια φορούσε μανδύα. Ένας μανδύας θα δυσκόλευε τη χρήση των μαχαιριών που κουβαλούσε κρυμμένα επάνω του. Όχι ότι περίμενε να τα χρησιμοποιήσει. Ήταν απλώς μια συνετή προφύλαξη. Άλλωστε, δεν έπινε, δεν χόρευε και δεν έπαιζε τυχερά παιχνίδια. Κυρίως το τελευταίο. Ο ήχος των ζαριών που κροτάλιζαν πάνω στο τραπέζι της κοινής αίθουσας κάποιου πανδοχείου τον γοήτευε, αλλά η τύχη του στα ζάρια θα προκαλούσε εντύπωση, ακόμα κι αν δεν είχε ως αποτέλεσμα να τραβηχτούν μαχαίρια, και σε αυτή τη μεριά της Αλτάρα τόσο οι άντρες όσο κι οι γυναίκες κουβαλούσαν μαχαίρια κρυμμένα στα ζωνάρια τους, έτοιμοι να τα χρησιμοποιήσουν. Ήθελε να περάσει απαρατήρητος, οπότε προσπέρασε τα παιχνίδια των ζαριών νεύοντας ψυχρά στις υπηρέτριες του καπηλειού που του χαμογελούσαν, χωρίς να πιει πάνω από μία κούπα κρασί, κι αυτή με το ζόρι. Σε τελική ανάλυση, τον περίμενε δουλειά στον θίασο. Δουλειά κάποιου συγκεκριμένου είδους, και μάλιστα σκληρή, την οποία είχε ξεκινήσει την πρώτη νύχτα του φευγιού του από το Έμπου Νταρ.