Выбрать главу

«Πρέπει να έρθεις μαζί μου», είχε πει, ανοίγοντας το ερμάρι που ήταν εντοιχισμένο στη μία πλευρά της άμαξας, κάτω από το κρεβάτι του. Εκεί φύλαγε το σεντούκι με το χρυσάφι, το οποίο είχε κερδηθεί με δίκαιο τρόπο από τη συμμετοχή του σε τυχερά παιχνίδια, όσο δίκαια θα μπορούσε να τα καταφέρει ο ίδιος, τουλάχιστον. Το μεγαλύτερο μέρος προερχόταν από μια ιπποδρομία κι η τύχη του στις ιπποδρομίες δεν ήταν καλύτερη από οπουδήποτε άλλου. Όσον αφορούσε στο υπόλοιπο... Από τη στιγμή που κάποιος διαλέγει να ρίξει τα ζάρια ή να παίξει χαρτιά ή να στρίψει το νόμισμα, πρέπει να είναι προετοιμασμένος για το ενδεχόμενο να χάσει. Ο Ντόμον, ο οποίος καθόταν στο απέναντι κρεβάτι τρίβοντας με το χέρι του τις σκληρές τρίχες του ξυρισμένου κρανίου του, είχε μάθει καλά αυτό το μάθημα. Ο τύπος ήταν πρόθυμος να κοιμηθεί στο πάτωμα σαν καλός σο’τζίν, αλλά στην αρχή επέμενε να παίξουν με τον Ματ κορώνα-γράμματα για το ποιος θα έπαιρνε κάθε νύχτα το δεύτερο κρεβάτι. Η Εγκήνιν έπαιρνε πάντα το πρώτο, φυσικά. Άλλωστε, το στρίψιμο του νομίσματος ήταν εξίσου εύκολο με το να παίζεις ζάρια. Αρκεί το νόμισμα να μην έπεφτε με την κόψη, κάτι που του συνέβαινε μερικές φορές. Ωστόσο, ήταν ο Ντόμον που είχε προσφερθεί, κι όχι ο ίδιος, μέχρι που ο Ματ κέρδισε τέσσερις φορές στη σειρά, και την πέμπτη νύχτα το κέρμα στάθηκε κάθετο τρεις συνεχόμενες φορές. Τώρα πια άλλαζαν εκ περιτροπής με τον Ντόμον, αλλά απόψε ήταν η σειρά του Ντόμον να κοιμηθεί στο δάπεδο.

Βρίσκοντας τη μικροκαμωμένη τσάντα από σαμουά την οποία έψαχνε, την έχωσε στην τσέπη του πανωφοριού του κι ίσιωσε το ανάστημά του, σπρώχνοντας με το πόδι του το ερμάρι για να κλείσει. «Από καιρού εις καιρόν, πρέπει να την αντιμετωπίζεις», είπε, «και σε χρειάζομαι για να βάλεις τάξη στα πράγματα». Είχε ανάγκη από κάποιον που θα προσέλκυε την οργή της Τουόν, κάποιον συγκριτικά με τον οποία» η δική του συμπεριφορά θα φάνταζε αποδεκτή, αλλά αυτό ήταν κάτι που αδυνατούσε να πει με λόγια, σωστά; «Είσαι μια ευγενής Σωντσάν και μπορείς να με προστατεύσεις από το να βάλω τρικλοποδιά στον εαυτό μου».

«Και γιατί θέλεις να βάλεις τα πράγματα σε τάξη;» Η μακρόσυρτη προφορά της Εγκήνιν ήταν σκληρή σαν ήχος πριονιού. Στάθηκε μπροστά από την πόρτα της άμαξας, με τις γροθιές της ακουμπισμένες πάνω στους γοφούς της και τα γαλανά της μάτια να τον διαπερνούν κάτω από τη μακριά μαύρη περούκα της. «Γιατί θες να τη δεις; Αρκετά δεν έκανες ήδη;»

«Μη μου πεις ότι τη φοβάσαι», τη χλεύασε ο Ματ, αποφεύγοντας επιδέξια την ερώτηση. Άλλωστε, τι να απαντήσει, χωρίς να φανεί παρανοϊκός; «Θα μπορούσες κάλλιστα να την κάνεις ό,τι θέλεις, το ίδιο εύκολα μ’ εμένα. Υποσχέθηκα, όμως, να μην την αφήσω να σου κόψει το κεφάλι ή να σε σπάσει στο ξύλο».

«Η Εγκήνιν δεν φοβάται τίποτα και κανέναν, αγόρι μου», γρύλισε προστατευτικά ο Ντόμον. «Αν δεν θέλει με τίποτα να πάει, προσπάθησε να τα καταφέρεις μοναχός σου. Ειδάλλως, κάτσε εδώ όλη νύχτα».

Η Εγκήνιν εξακολούθησε να αγριοκοιτάξει τον Ματ, αν και το βλέμμα της έμοιαζε να τον διαπερνά. Κατόπιν, έριξε μια ματιά στον Ντόμον, κύρτωσε τους ώμους της και τράβηξε τον μανδύα της από το καρφί του τοίχου. «Εμπρός, κουνήσου, Κώθον», γρύλισε. «Αν είναι να γίνει, ας γίνει, να τελειώνουμε». Βγήκε από την άμαξα αστραπιαία κι ο Ματ χρειάστηκε να κινηθεί γοργά για να την προλάβει. Θα έλεγε κανείς πως η γυναίκα δεν είχε διάθεση να μείνει μόνη της με τον Ντόμον, αν και κάτι τέτοιο δεν έβγαζε νόημα.

Έξω από τη μαβιά και χωρίς παράθυρα άμαξα, μια σκιά, μαύρη σαν τη νύχτα, κινήθηκε ανάμεσα στις βαθύτερες σκιές. Το δρεπανοειδές φεγγάρι βγήκε φευγαλέα πίσω από ένα σύννεφο, αρκετά για να αναγνωρίσει ο Ματ το στενόμακρο πηγούνι του Χάρναν.

«Όλα ήσυχα, Άρχοντά μου», είπε ο επικεφαλής της φάλαγγας.

Ο Ματ ένευσε καταφατικά και πήρε μια βαθιά ανάσα, ψαχουλεύοντας το σαμουά τσαντάκι στην τσέπη του. Ο αέρας ήταν καθαρός, ξεπλυμένος από τη βροχή, κι οι οσμές από τα άλογα δεν έφταναν έως εκεί. Η Τουόν θα πρέπει να ένιωθε υπέροχα που δεν έφτανε στα ρουθούνια της η μυρωδιά της αλογίσιας κοπριάς κι η δυσοσμία των ζώων στα κλουβιά. Οι άμαξες των ακροβατών, στα αριστερά της, ήταν εξίσου σκοτεινές όσο κι οι αποθηκευτικές άμαξες με τις κορυφές από καραβόπανο, στα δεξιά της. Δεν υπήρχε λόγος να περιμένουν περισσότερο. Ο Ματ έσπρωξε την Εγκήνιν για να ανέβει τα σκαλοπάτια της μαβιάς άμαξας μπροστά τους.

Στο εσωτερικό υπήρχε περισσότερος κόσμος απ’ όσον περίμενε. Η Σετάλε καθόταν σ’ ένα από τα κρεβάτια, ασχολούμενη ξανά με το τελάρο του κεντήματός της, ενώ η Σελούσια καθόταν στην αντικριστή μεριά, συνοφρυωμένη κάτω από το κεφαλομάντιλό της. Ο Νόαλ καθόταν στο άλλο κρεβάτι, προφανώς χαμένος στις σκέψεις του, ενώ η Τουόν οκλαδόν στο πάτωμα, παίζοντας Φίδια κι Αλεπούδες με τον Όλβερ.