Выбрать главу

Το αγόρι γύρισε να κοιτάξει μόλις μπήκε ο Ματ, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο να διαγράφεται στο πρόσωπό του, σαν να το έκοβε στα δύο. «Ματ, ο Νόαλ μάς έλεγε για το Κο’ντανσίν!» αναφώνησε. «Είναι μια άλλη ονομασία του Σάρα. Ήξερες ότι οι Αγιάντ κάνουν τατουάζ στα πρόσωπά τους; Έτσι λένε στο Σάρα τις γυναίκες που μπορούν να διαβιβάσουν».

«Όχι, δεν το ’ξερα», αποκρίθηκε ο Ματ, καρφώνοντας τη βλοσυρή του ματιά στον Νόαλ. Ο Βάνιν κι οι Κοκκινόχεροι δεν έκαναν καλά που μάθαιναν στο αγόρι όλες τις; κακές συνήθειες, για να μην αναφέρουμε όσα του μάθαιναν ο Τζούιλιν κι ο Θομ, χώρια που ο Νόαλ τού γέμιζε το κεφάλι με αυτοσχέδιες ανοησίες.

Ξαφνικά, ο Νόαλ κοπάνησε τον γοφό του και σηκώθηκε όρθιος. «Τώρα θυμήθηκα», είπε κι άρχισε να απαγγέλλει ο ανόητος.

«Η μοίρα καλπάζει σαν τον ήλιο ψηλά, Κι η αλεπού τα κοράκια σκορπά στον αέρα. Τυχερός στην ψυχή, αστραπή στη ματιά, Τα φεγγάρια αδράχνει από του αιθέρα».

Ο γέρος με τη σπασμένη μύτη κοίταξε τριγύρω, λες κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως υπήρχαν κι άλλοι. «Πάσχιζα να το θυμηθώ. Είναι από τις Προφητείες του Δράκοντα».

«Πολύ ενδιαφέρον, Νόαλ», μουρμούρισε ο Ματ. Τα χρώματα είχαν στήσει χορό στο κεφάλι του, όπως εκείνο το πρωί που είχαν πανικοβληθεί οι Άες Σεντάι. Άστραψαν, χωρίς να σχηματίσουν εικόνα αυτή τη φορά, αλλά ο Ματ ένιωθε παγωμένος, λες κι είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα κάτω από έναν θάμνο. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν τώρα ήταν να συνδέσουν το όνομά του με τις Προφητείες. «Ίσως κάποια άλλη φορά μπορέσεις να μας το απαγγείλεις όλο, αλλά όχι απόψε, έτσι;»

Η Τουόν τον κοίταξε μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά της, μοιάζοντας με μαύρη πορσελάνινη κούκλα, με φορεσιά που της έπεφτε αρκετά μεγάλη. Μα το Φως, πόσο μεγάλες βλεφαρίδες είχε... Αγνοούσε την Εγκήνιν, σαν να μην υπήρχε, κι η αλήθεια ήταν πως κι η Εγκήνιν έκανε το παν για να δίνει την εντύπωση διακοσμητικής γλάστρας. Κατά τ’ άλλα, ήλπιζε να παραπλανήσει.

«Το Παιχνιδάκι δεν το λέει από αγένεια», μουρμούρισε η Τουόν με την αργή και μελιστάλαχτη μακρόσυρτη προφορά της. «Απλώς, δεν ξέρει καλούς τρόπους. Όμως, είναι αργά πια, Άρχοντα Τσάριν, κι ο Όλβερ πρέπει να πάει για ύπνο. Θα είχες την καλοσύνη να τον συνοδεύσεις στη σκηνή του; Όλβερ, θα συνεχίσουμε το παιχνίδι μιαν άλλη φορά. Θες να σε μάθω να παίζεις λίθους;»

Ο Όλβερ ένευσε καταφατικά με έμφαση, γυρνώντας σχεδόν προς το μέρος της κοπέλας. Στο αγόρι άρεσε οτιδήποτε του έδινε την ευκαιρία να χαμογελάσει σε μια γυναίκα, χώρια που άδραχνε οποιαδήποτε ευκαιρία για να πει κάτι που, κάτω από άλλες συνθήκες, θα είχε σαν αποτέλεσμα να φάει ένα χαστούκι τόσο δυνατό, που τα αυτιά του θα πρήζονταν περισσότερο απ’ όσο ήταν ήδη πρησμένα. Αν ανακάλυπτε ο Ματ ποιος από τους περιβόητους «θείους» τον μάθαινε τέτοια πράγματα... Το αγόρι, πάντως, μάζεψε τα κομμάτια του παιχνιδιού του και τα δίπλωσε στο σημαδεμένο με γραμμές ύφασμα, χωρίς να χρειαστεί περαιτέρω παρότρυνση. Επιπλέον, έκανε μια εντυπωσιακή υπόκλιση, ευχαριστώντας την Υψηλή Αρχόντισσα, πριν ακολουθήσει τον Νόαλ έξω από την άμαξα. Ο Ματ ένευσε επιδοκιμαστικά. Είχε μάθει ο ίδιος το παιδί να υποκλίνεται, αν και πολλές φορές το αγόρι δεν απέφευγε να λοξοκοιτάξει λάγνα μια όμορφη γυναίκα. Ας έβρισκε ποιος του τα είχε μάθει αυτά, και...

«Έχεις κάποιον ειδικό λόγο που με διέκοψες, Παιχνιδάκι;» ρώτησε με παγερό τόνο η Τουόν. «Είναι αργά, ξέρεις, και σκεφτόμουν να πάω για ύπνο».

Ο Ματ υποκλίθηκε, χαρίζοντάς της το καλύτερό του χαμόγελο. Μπορούσε να είναι ευγενικός απέναντι της, ακόμα κι αν η ίδια δεν ήταν. «Απλώς, ήθελα να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά. Αυτές οι άμαξες δεν είναι πολύ αναπαυτικές καθ’ οδόν και ξέρω πολύ καλά ότι δεν σου αρέσουν ιδιαίτερα τα ρούχα που σου βρήκα. Σκέφτηκα πως αυτή η νύχτα θα σ’ έκανε να νιώσεις κάπως καλύτερα». Ψαρεύοντας από την τσέπη του το πέτσινο σακίδιο, της το παρουσίασε με μια θεαματική κίνηση, κάτι που άρεσε πολύ στις γυναίκες.

Η Σελούσια τεντώθηκε και τα γαλανά της μάτια γυάλισαν, αλλά η Τουόν έκανε μια ρυθμική κίνηση με τα λεπτά της δάχτυλα κι η υπηρέτρια με το πλούσιο στήθος χαλάρωσε κάπως. Στον Ματ άρεσαν γενικά οι ανήσυχες γυναίκες, κι αν η Τουόν του χαλούσε τα σχέδια, θα τις έτρωγε στα πισινά. Πάσχισε να διατηρήσει το χαμόγελό του, κατορθώνοντας να το πλατύνει λίγο.