Выбрать главу

Η Τουόν συμφώνησε να βγει φορώντας τον μανδύα της και την κουκούλα, κάτι αρκετά ανακουφιστικό από μόνο του. Τα μαύρα μαλλιά φύτρωναν ξανά στο ξυρισμένο της κρανίο, αλλά μέχρι στιγμής δεν ήταν παρά απλό χνούδι κι, αντίθετα από τη Σελούσια, η οποία πιθανότατα κοιμόταν φορώντας τη μαντίλα της, η Τουόν δεν έδειχνε την παραμικρή διάθεση να καλύψει το κεφάλι της. Μια γυναίκα με σχεδόν παιδικό σώμα και με μαλλί κοντύτερο από οποιουδήποτε άντρα —εκτός αν ήταν καραφλός— θα ήταν ευδιάκριτη ακόμα και καταμεσής της νύχτας. Η Σετάλε κι η Σελούσια ακολουθούσαν πάντα από κοντά μέσα στο σκοτάδι, η υπηρέτρια για να προσέχει την κυρά της, κι η Σετάλε για να προσέχει την υπηρέτρια. Έτσι, τουλάχιστον, πίστευε ο Ματ. Υπήρχαν φορές, όμως, που φαινόταν πως και οι δύο παρακολουθούσαν τον ίδιο. Πάντως, δεδομένου ότι η μία ήταν φρουρός κι η άλλη αιχμάλωτη, ήταν ιδιαίτερα φιλικές μεταξύ τους. Είχε ακούσει τη Σετάλε να προειδοποιεί τη Σελούσια ότι ο Ματ ήταν αλητήριος με τις γυναίκες, κάτι που δε περίμενε εκ μέρους της! Η Σελούσια απαντούσε ήρεμα ότι η κυρά της θα του έσπαγε τα χέρια σε περίπτωση που δεν έδειχνε τον ανάλογο σεβασμό. Οι δύο γυναίκες συζητούσαν λες και δεν ήταν καν αιχμάλωτες.

Ο Ματ σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί αυτές τις βόλτες, μήπως και μάθαινε κάτι παραπάνω για την Τουόν —μια κι εκείνη δεν μιλούσε πολύ όταν έπαιζε λίθους— αλλά, ειδικά απέναντι του, είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να αγνοεί όσα τη ρωτούσε και να αλλάζει θέμα.

«Οι Δύο Ποταμοί είναι γεμάτοι δάση κι αγρούς», της είπε καθώς περπατούσαν κατά μήκος του κεντρικού μονοπατιού του θιάσου. Τα σύννεφα έκρυβαν τη σελήνη κι οι χρωματιστές άμαξες μετατρέπονταν σε αδιόρατες σκοτεινές μορφές, ενώ οι πλατφόρμες των ακροβατών που ήταν αραδιασμένες στον δρόμο γίνονταν απλές σκιές. «Όλοι εκεί καλλιεργούν ταμπάκ κι εκτρέφουν πρόβατα. Ο πατέρας μου εκτρέφει αγελάδες κι εμπορεύεται άλογα, αλλά η κύρια ασχολία των κατοίκων, από τη μία άκρη έως την άλλη, είναι το ταμπάκ και τα πρόβατα».

«Ο πατέρας σου εμπορεύεται άλογα», μουρμούρισε η Τουόν, «Εσύ με τι ασχολείσαι, Παιχνιδάκι;»

Ο Ματ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του, προς το μέρος των δύο γυναικών που περπατούσαν δέκα βήματα πίσω, σαν φαντάσματα. Αν μιλούσε χαμηλόφωνα, η Σετάλε μάλλον δεν θα τον άκουγε, αλλά αποφάσισε να φανεί δίκαιος. Επιπλέον, ο θίασος ήταν απόλυτα σιωπηλός στο σκοτάδι. Ίσως τον άκουγε τελικά, άλλωστε ήξερε τι έκανε στο Έμπου Νταρ. «Είμαι τζογαδόρος», είπε.

«Ο πατέρας μου συνήθιζε να αποκαλεί τον εαυτό του τζογαδόρο», είπε μαλακά η Τουόν. «Πέθανε εξαιτίας ενός στοιχήματος που πήγε στραβά».

Άντε να καταλάβεις τώρα τι σήμαινε αυτό.

Μια άλλη νύχτα, καθώς περπατούσαν κατά μήκος μιας σειράς κλουβιών με ζώα, τόσο μεγάλων, ώστε κάθε κλουβί καταλάμβανε ολόκληρη άμαξα, ο Ματ είπε: «Με τι διασκεδάζεις, Τουόν; Εκτός από το να παίζεις λίθους, εννοώ. Υπάρχει κάτι που να το κάνεις έτσι, για το κέφι σου;» Μπορούσε σχεδόν να αισθανθεί τη Σελούσια, από τριάντα βήματα απόσταση, να ανατριχιάζει στην προσφώνηση, αλλά η Τουόν δεν φάνηκε να δίνει πολλή σημασία· έτσι, τουλάχιστον, νόμιζε ο Ματ.

«Εκπαιδεύω άλογα και νταμέην», αποκρίθηκε εκείνη, ρίχνοντας μια ματιά σ’ ένα κλουβί που περιείχε ένα κοιμισμένο λιοντάρι. Το ζώο δεν ήταν παρά μια μεγάλη σκιά που κειτόταν στα άχυρα πίσω από τα στιβαρά κάγκελα. «Άραγε, όντως έχει μαύρη χαίτη; Σ’ ολόκληρη την επικράτεια των Σωντσάν, δεν υπάρχουν λιοντάρια με μαύρη χαίτη».

Εκπαίδευε νταμέην; Για το κέφι της; Μα το Φως! «Άλογα, είπες; Τι είδους άλογα;» Αν όντως εκπαίδευε τις καταραμένες τις νταμέην, μάλλον θα εννοούσε πολεμικά άλογα. Έτσι, για το κέφι της.

«Η Κυρά Ανάν μού είπε ότι είσαι ένας αχρείος, Παιχνιδάκι». Η φωνή της ήταν ψυχρή αλλά όχι παγερή. Μάλλον ισορροπημένη. Στράφηκε προς το μέρος του, με το πρόσωπό της κρυμμένο στις σκιές της κουκούλας της. «Πόσες γυναίκες έχεις φιλήσει;» Το λιοντάρι ανασηκώθηκε κι έβηξε με έναν λαρυγγώδη ήχο, που θα έκανε οποιονδήποτε ν’ ανατριχιάσει. Η Τουόν ούτε καν μόρφασε.

«Θαρρώ πως θα αρχίσει να βρέχει πάλι», απάντησε αδύναμα ο Ματ. «Η Σελούσια θα με γδάρει αν σε γυρίσω πίσω μουσκεμένη». Την άκουσε να γελά σιγανά. Πού ήταν το αστείο;

Φυσικά, υπήρχε ένα τίμημα σ’ όλα αυτά. Μπορεί τα πράγματα να βαίνουν υπέρ σου, μπορεί κι όχι, αλλά αν νομίζεις ότι πάνε καλά, πάντα υπάρχει ένα τίμημα.

«Ένα μάτσο φλύαρες καρακάξες», παραπονέθηκε στην Εγκήνιν. Ο απογευματινός ήλιος έσβηνε πίσω από τον ορίζοντα, μια χρυσοκόκκινη μπάλα μισοκρυμμένη από τα σύννεφα, που έριχνε μακρόστενες σκιές στον θίασο. Τελικά δεν έβρεξε και, παρά το κρύο, κάθονταν μαζεμένοι κοντά-κοντά κάτω από την πράσινη άμαξα που μοιράζονταν, παίζοντας λίθους σε κοινή θέα για οποιονδήποτε περαστικό. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που περνούσαν, κυρίως άντρες που έσπευδαν να ολοκληρώσουν αγγαρείες της τελευταίας στιγμής, και παιδιά που άδραχναν την τελευταία ευκαιρία της ημέρας να κυλήσουν τα τσέρκια μέσα στις λασπωμένες λακκούβες ή να παίξουν τόπι πριν πέσει η νύχτα. Γυναίκες που κρατούσαν ψηλά τις φούστες τους έριχναν ματιές στην άμαξα καθώς την προσπερνούσαν, κι ο Ματ ήξερε καλά ποια έκφραση διαγραφόταν στα πρόσωπά τους, κι ας ήταν καλυμμένες με τις κουκούλες. Δύσκολα μια γυναίκα του θιάσου θα μιλούσε στον Ματ Κώθον. Εκνευρισμένος, κροτάλισε τους μαύρους λίθους που είχε μαζέψει στο αριστερό του χέρι. «Θα πάρουν το χρυσάφι τους μόλις φτάσουμε στο Λάγκαρντ. Μόνο αυτό τους νοιάζει. Δεν θα έπρεπε να χώνουν τις μύτες τους στις δουλειές μου».