Выбрать главу

«Μην τους κατηγορείς», είπε η Εγκήνιν με τη μακρόσυρτη προφορά της, μελετώντας τον πίνακα. «Εσύ κι εγώ υποτίθεται πως είμαστε εραστές που το έχουμε σκάσει, αλλά εσύ περνάς πιο πολύ χρόνο... μαζί της... παρά μ’ εμένα». Εξακολουθούσε να μην μπορεί ν’ αποκαλέσει την Τουόν Υψηλή Αρχόντισσα. «Συμπεριφέρεσαι σαν να φλερτάρεις». Πήγε να τοποθετήσει τον λίθο της, αλλά σταμάτησε, με το χέρι της να αιωρείται πάνω από τον πίνακα. «Δεν είναι δυνατόν να νομίζεις πως θα ολοκληρώσει την τελετή, έτσι; Δεν γίνεται να είσαι τόσο ανόητος».

«Ποια τελετή; Για τι πράγμα μιλάς;»

«Την ονομάτισες σύζυγό σου τρεις φορές εκείνη τη νύχτα, στο Έμπου Νταρ», του αποκρίθηκε αργά. «Όντως δεν το ξέρεις; Μια γυναίκα λέει τρεις φορές ότι ο άντρας είναι σύζυγός της, το ίδιο κάνει κι ο άντρας, κι έπειτα παντρεύονται. Συνήθως δίνονται και κάποιες ευχές, αλλά πάντα παρουσία μαρτύρων, που είναι απαραίτητοι για την τέλεση του γάμου. Δεν το γνώριζες;»

Ο Ματ γέλασε κι ανασήκωσε τους ώμους του, νιώθοντας το μαχαίρι να κρέμεται στο πίσω μέρος του λαιμού του. Ένα καλό μαχαίρι προσέδιδε αίσθημα ασφάλειας σε έναν άντρα. Το γέλιο του, όμως, ήταν κάπως βραχνό. «Δεν μου είπε τίποτα». Μόνο που, εκείνη την ώρα, της είχε φιμώσει το στόμα! «Άρα, ό,τι κι αν είπα εγώ, δεν σημαίνει τίποτα». Ωστόσο, ήξερε τι θα του απαντούσε η Εγκήνιν. Το ήξερε πολύ καλά. Του είχαν ήδη πει ποια θα παντρευόταν.

«Με τη Γενιά, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Μερικές φορές, ένας ευγενής από τη μία μεριά της Αυτοκρατορίας παντρεύεται μια ευγενή από την άλλη, γιατί έτσι είναι κανονισμένο. Στην Αυτοκρατορική οικογένεια δεν μπαίνει κανείς άλλος. Μπορεί, μάλιστα, να μην αντέχουν να περιμένουν, οπότε ο καθένας αποδέχεται τον γάμο στον τόπο που βρίσκεται. Ο γάμος είναι νόμιμος εντός ενός χρόνου και μίας ημέρας, αρκεί να υπάρχουν μάρτυρες. Ώστε, όντως δεν ήξερες τίποτα».

Ναι, σίγουρα δεν είχε ιδέα κι οι λίθοι εξακολουθούσαν να πέφτουν από το χέρι του πάνω στον πίνακα, αναπηδώντας παντού τριγύρω. Το καταραμένο το κορίτσι, γνώριζε τα πάντα. Ίσως έβλεπε το όλο θέμα σαν περιπέτεια, σαν παιχνίδι. Ίσως πίστευε ότι το να την απαγάγουν είχε την ίδια πλάκα με το να εκπαιδεύει άλογα ή εκείνες τις άθλιες τις νταμέην! Ωστόσο, ο Ματ καταλάβαινε πως ο ίδιος δεν ήταν παρά μια πέστροφα που περίμενε το αγκίστρι με το δόλωμα.

Έμεινε μακριά από τη μαβιά άμαξα για δύο μέρες. Δεν είχε νόημα να αρχίσει να τρέχει —το αγκίστρι βρισκόταν ήδη στο στόμα του, και το χειρότερο ήταν πως το είχε βάλει ο ίδιος— αλλά δεν ήταν υποχρεωμένος να καταπιεί και το δόλωμα. Ήξερε, όμως, ότι το θέμα ήταν πότε θα αποφάσιζε η γυναίκα να τραβήξει επάνω το καλάμι.

Ο θίασος κινούνταν με αργό ρυθμό, αλλά τελικά έφτασαν στο πορθμείο από την άλλη πλευρά του Έλνταρ, το οποίο διέτρεχε την απόσταση από την Άλκινταρ στη δυτική όχθη έως την Κόραμεν στην ανατολική, μικρές και καθαρές, οχυρωμένες πόλεις, με πέτρινα κτίσματα με κεραμιδένιες σκεπές και μισή ντουζίνα πέτρινες αποβάθρες η καθεμία. Ο ήλιος σκαρφάλωνε ψηλά, τα σύννεφα ήταν ελάχιστα στον ουρανό και το χρώμα τους ήταν λευκό σαν φρεσκοπλυμένο μάλλινο. Μάλλον δεν θα έβρεχε σήμερα. Το πέρασμα θεωρείτο σημαντικό, με εμπορικά πλοία που έρχονταν από το πάνω μέρος του ποταμού δεμένα στις αποβάθρες και μεγάλα πορθμεία σαν μαούνες να πηγαινοέρχονται από τη μια πόλη στην άλλη, με τα κουπιά τους να σαρώνουν τα κύματα. Προφανώς, το ίδιο είχαν σκεφτεί κι οι Σωντσάν, οι οποίοι είχαν στήσει στρατόπεδα έξω κι από τις δύο πόλεις και, κρίνοντας από τα πέτρινα τείχη που είχαν αρχίσει να ανεγείρονται γύρω από τους καταυλισμούς και τις πέτρινες κατασκευές που υπήρχαν ήδη στο εσωτερικό τους, δεν σκόπευαν να φύγουν σύντομα.

Ο Ματ διέσχισε το ποτάμι μαζί με τις πρώτες άμαξες, καβάλα στον Πιπς. Το καφετί μουνούχι φάνταζε μάλλον συνηθισμένο σε ένα μη παρατηρητικό μάτι. Δεν έμοιαζε εκτός τόπου και χρόνου να κουβαλάει στη ράχη του έναν τύπο που φορούσε τραχύ μάλλινο πανωφόρι και μάλλινο σκούφο, τραβηγμένο έως τα αυτιά για να προστατεύεται από το κρύο. Δεν είχε περάσει στιγμή από το μυαλό του Ματ να τρέξει προς τις δασωμένες ράχες των περιοχών που βρίσκονταν πίσω από την Κόραμεν. Δηλαδή, το είχε σκεφτεί, αλλά όχι σοβαρά. Άλλωστε, η Τουόν θα τραβούσε το αγκίστρι, είτε αυτός το έσκαγε είτε όχι. Οπότε, έφερε τον Πιπς στη μία άκρη της πέτρινης αποβάθρας του πορθμείου, παρακολουθώντας τον θίασο να περνάει απέναντι και να προχωράει τσουλώντας μέσα από την πόλη. Στις αποβάθρες υπήρχαν κάμποσοι Σωντσάν, ένας ουλαμός από εύρωστους άντρες με τμηματικές πανοπλίες, βαμμένες σε έντονο γαλάζιο και χρυσαφί χρώμα, υπό τις διαταγές ενός λιγνού νεαρού αξιωματικού μ’ ένα λεπτό μπλε φτερό καρφωμένο στην παράξενη περικεφαλαία του. Έμοιαζαν να βρίσκονται εκεί για να επιβάλλουν την τάξη, αλλά ο αξιωματικός ήλεγξε τη βεβαίωση για τα άλογα κι ο Λούκα ρώτησε αν ο ευγενής άρχοντας γνώριζε κάποιο σημείο εκτός πόλεως κατάλληλο για τις παραστάσεις του θιάσου του. Ο Ματ μόνο που δεν έκλαιγε. Στον δρόμο, πίσω του, έβλεπε στρατιώτες να φορούν ριγωτές θωρακίσεις και να μπαινοβγαίνουν σε μαγαζιά και καπηλειά. Ένα ράκεν κατέβηκε ορμητικά από τα ουράνια με τα μακρόστενα ραβδωτά φτερά του και προσγειώθηκε έξω από έναν καταυλισμό, στην άλλη μεριά του ποταμού. Τρία-τέσσερα από αυτά τα πλάσματα με τον φιδίσιο λαιμό βρίσκονταν ήδη στο έδαφος. Θα πρέπει να υπήρχαν εκατοντάδες στρατιώτες σ’ αυτούς τους καταυλισμούς, μπορεί και χιλιάδες. Και το μόνο που ενδιέφερε τον Λούκα ήταν πώς θα έδινε παραστάσεις.