Выбрать главу

Έπειτα, ένα από τα πορθμεία χτύπησε στα διπλωμένα σχοινιά που χρησίμευαν ως κυματοθραύστες στην άκρη της αποβάθρας, κι η ράμπα κατέβηκε για να μπορέσει η μαβιά άμαξα να κυλήσει μ’ έναν υπόκωφο θόρυβο πάνω στις πέτρες. Η Σετάλε οδηγούσε, ενώ η Σελούσια καθόταν στη μία πλευρά, παρατηρώντας μέσα από την κουκούλα του φθαρμένου κόκκινου μανδύα της. Από την άλλη μεριά, τυλιγμένη με έναν σκούρο μανδύα που δεν αποκάλυπτε ούτε μια ίντσα από το πρόσωπό της, βρισκόταν η Τουόν.

Ο Ματ νόμιζε πως τα μάτια του θα πετάγονταν από τις κόγχες τους, αν, δηλαδή, δεν πεταγόταν πρώτα η καρδιά του έξω από το στήθος του. Τα ζάρια είχαν ήδη αρχίσει να στριφογυρίζουν μέσα στο κεφάλι του, με τον χαρακτηριστικό κρότο που έκαναν όταν κυλούσαν στην επιφάνεια ενός τραπεζιού. Αυτή τη φορά, η ματιά του Σκοτεινού θα έπεφτε επάνω του. Το ήξερε.

Ωστόσο, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να προχωρεί δίπλα από την άμαξα με άνεση, λες κι η ζωή ήταν εξαίσια, διασχίζοντας την πλατιά κεντρική οδό εν μέσω τελάληδων που διαφήμιζαν τα μαγαζιά τους, και πλανόδιων που πουλούσαν διάφορα πράγματα στους δίσκους τους. Κι εν μέσω στρατιωτών Σωντσάν, βέβαια, οι οποίοι δεν βάδιζαν πια σε σχηματισμό και κοιτούσαν με ενδιαφέρον τις άμαξες με τα ζωηρά χρώματα. Προχωρούσε έφιππος, περιμένοντας ότι η Τουόν θ’ άρχιζε να φωνάζει. Μπορεί να του είχε υποσχεθεί ότι δεν θα το έκανε, αλλά ένας αιχμάλωτος θα έλεγε οτιδήποτε προκειμένου να χαλαρώσουν οι αλυσίδες του. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να βάλει μια φωνή, καλώντας χίλιους στρατιώτες Σωντσάν να την απελευθερώσουν. Τα ζάρια αναπηδούσαν και στριφογύριζαν μέσα στο κεφάλι του Ματ. Συνέχισε να προχωράει, περιμένοντας τη ματιά του Σκοτεινού:

Μα η Τουόν δεν έβγαλε μιλιά. Έριχνε περίεργες και προσεκτικές ματιές από την άκρη της βαθιάς κουκούλας της, όμως κατά τ’ άλλα κρατούσε κρυμμένο το πρόσωπό της, ακόμα και τα χέρια της, τυλιγμένη σ’ εκείνον τον σκούρο μανδύα και ζαρωμένη πάνω στη Σετάλε, σαν μικρό παιδί που αναζητά την προστασία της μάνας του μέσα σ’ ένα παράξενο πλήθος. Δεν είπε λέξη μέχρι που πέρασαν τις πύλες της Κόραμεν και ξεμάκρυναν με θόρυβο προς τη βάση της ράχης που υψωνόταν πίσω από την πόλη, όπου ο Λούκα είχε ήδη μαζέψει τις άμαξες του θιάσου. Τότε, ο Ματ συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει. Ναι, η γυναίκα θα του πετούσε το αγκίστρι και θα περίμενε με την ησυχία της.

Βεβαιώθηκε ότι όλες οι Σωντσάν κι οι Άες Σεντάι παρέμειναν στις άμαξές τους εκείνη τη νύχτα. Απ’ όσο ήξερε ο Ματ, κανείς δεν είχε δει πουθενά σουλ’ντάμ ή νταμέην, αλλά ήταν η πρώτη φορά που, τόσο οι Άες Σεντάι όσο κι η Τουόν, δεν του έφεραν την παραμικρή αντίρρηση, αν κι η Τουόν είχε ζητήσει κάτι που έκανε τα φρύδια της Σετάλε να ανασηκωθούν σχεδόν μέχρι το μέτωπό της. Το εξέφρασε ως παράκληση, ως υπενθύμιση μιας υπόσχεσης που της είχε δώσει ο Ματ, ο οποίος όμως καταλάβαινε πολύ καλά πότε μια γυναίκα απαιτούσε κάτι. Όπως και να έχει, ένας άντρας πρέπει να εμπιστεύεται τη γυναίκα που πρόκειται να παντρευτεί. Της είπε πως έπρεπε να το σκεφτεί, μόνο και μόνο για να μη νομίζει πως μπορούσε να τον κάνει ό,τι ήθελε. Το σκεφτόταν όλη μέρα, ενόσω ο Λούκα έστηνε τον θίασό του, κι άρχισε να το συλλογιέται τόσο έντονα, που ίδρωσε, ενώ οι Σωντσάν που έρχονταν να χαζέψουν τους ακροβάτες και τους ηθοποιούς αυξάνονταν ολοένα. Το σκεφτόταν ακόμα τη στιγμή που οι άμαξες έστριβαν ανατολικά, μέσα από τους λόφους, κινούμενες πιο αργά από κάθε άλλη φορά, αλλά γνώριζε πολύ καλά την απάντηση.