Την τρίτη μέρα από τότε που είχαν αφήσει πίσω τους το ποτάμι, έφθασαν στην πόλη του αλατιού, το Τζούραντορ, κι ο Ματ είπε στην Τουόν πως θα το έκανε. Η κοπέλα τού χαμογέλασε και τα ζάρια μέσα στο κεφάλι του έπαψαν ξαφνικά. Θα το θυμόταν για πάντα αυτό. Του χαμογέλασε και τα ζάρια σταμάτησαν. Κι όμως, ακόμα κι ένας άντρας μπορούσε να κλάψει!
29
Κάτι Τρεμοπαίζει
«Αυτό είναι καθαρή τρέλα», φώναξε βροντερά ο Ντόμον από το σημείο όπου βρισκόταν, με τα χέρια διπλωμένα, σαν να εμπόδιζε την έξοδο από την άμαξα, κάτι που μπορεί και να έκανε. Το σαγόνι του είχε τιναχτεί μπροστά επιθετικά κι η ψαλιδισμένη —αν και μακρύτερη από τα μαλλιά του— γενειάδα εξείχε. Κουνούσε τα χέρια του, σφίγγοντας τις παλάμες του σε γροθιές, σαν να απειλούσε ή να πάλευε με κάτι. Ο Ντόμον ήταν πλατύστερνος, αλλά όχι τόσο χοντρός όσο έδειχνε με την πρώτη ματιά. Ο Ματ ήθελε να αποφύγει τον τσακωμό, αν μπορούσε.
Αποτελείωσε το δέσιμο του σκούρου μεταξωτού μαντιλιού γύρω από τον λαιμό του, κρύβοντας το σημάδι, κι έχωσε τις μακρόστενες άκρες μέσα από το πανωφόρι του. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να ήξερε κάποιος στο Τζούραντορ για έναν άντρα από το Έμπου Νταρ, που φορούσε σκούρο μανιίλι;... Έστω και δεδομένης της τύχης του, δεν ήταν λίγες. Βέβαια, πάντα έπρεπε να λαμβάνεται υπ’ όψιν η ιδιότητα του τα’βίρεν, αλλά αν αυτή επρόκειτο να τον φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με τη Σούροθ ή με μια χούφτα υπηρέτες από το Παλάτι Τάρασιν, καλύτερα να έμενε στο κρεβάτι τυλιγμένος με μια κουβέρτα, και πάλι δεν μπορούσε να αποκλείσει τίποτα. Μερικές φορές, μπορείς να εμπιστευθείς μόνο την τύχη. Το πρόβλημα ήταν πως, όταν είχε σηκωθεί το πρωί, τα ζάρια άρχισαν πάλι τον χορό τους μες στο κεφάλι του, αναπηδώντας στο εσωτερικό του κρανίου του.
«Το υποσχέθηκα», είπε. Ένιωθε πολύ όμορφα που ήταν και πάλι ντυμένος με καθώς πρέπει ρούχα. Το πανωφόρι ήταν φτιαγμένο από ένα όμορφο και καλοραμμένο πράσινο μάλλινο, που κρεμόταν σχεδόν έως τα γόνατά του και τη γυρισμένη προς τα κάτω ακμή των μποτών του. Δεν είχε καθόλου στολίδια —αν και θα του ταίριαζαν μερικά— αλλά υπήρχαν ίχνη δαντέλας στα μανικέτια. Φορούσε, επίσης, μία ωραία μεταξωτή πουκαμίσα. Ευχήθηκε να είχε έναν καθρέφτη μπροστά του. Κάθε άντρας έπρεπε να είναι ντυμένος στην τρίχα μια τέτοια μέρα. Πήρε τον μανδύα από το κρεβάτι και τον έριξε πάνω στους ώμους του. Δεν ήταν τόσο φανταχτερός όσο του Λούκα. Το χρώμα του ήταν σκούρο γκρίζο, σκοτεινό σχεδόν σαν τη νύχτα. Μόνο η φόδρα ήταν κόκκινη. Η καρφίτσα του μανδύα δεν ήταν παρά ένας ασημένιος ρόζος, όχι μεγαλύτερος από τον αντίχειρά του.
«Έδωσε κι αυτή τον λόγο της, Μπέυλ», είπε η Εγκήνιν, «και δεν πρόκειται ποτέ να τον αθετήσει». Η Εγκήνιν ακουγόταν απολύτως πεπεισμένη — πολύ περισσότερο από τον Ματ, τουλάχιστον. Κάποιες φορές, ωστόσο, ο άντρας έπρεπε να ρισκάρει, ακόμα κι αν στοιχημάτιζε το κεφάλι του. Ναι, είχε δώσει υπόσχεση, κι η τύχη εξακολουθούσε να είναι με το μέρος του.
«Και πάλι, πρόκειται για τρέλα», μούγκρισε ο Ντόμον, αλλά απομακρύνθηκε γκρινιάζοντας από την είσοδο όταν ο Ματ τοποθέτησε το πλατύγυρο μαύρο καπέλο στο κεφάλι του κι η Εγκήνιν τού έκανε νόημα να παραμερίσει μ’ ένα απότομο τίναγμα του κεφαλιού της. Ο άντρας, παρ’ όλ’ αυτά, εξακολούθησε να τους αγριοκοιτάζει.
Η Εγκήνιν ακολούθησε τον Ματ έξω από την άμαξα, συνοφρυωμένη και ψηλαφώντας τη μακριά μαύρη περούκα της. Ίσως να μην τη βόλευε πολύ, ίσως πάλι να μην της ταίριαζε και τόσο, τώρα που τα μαλλιά της είχαν μακρύνει κάπως τον τελευταίο μήνα, αν και δεν ήταν αρκετά για να τριγυρνάει χωρίς περούκα, κάτι που θα ήταν ασφαλές από τη στιγμή που θα τους χώριζαν εκατό μίλια ακόμα από το Έμπου Νταρ ή που θα διέσχιζαν τα Όρη Νταμόνα και θα έμπαιναν στο Μουράντυ.
Ο ουρανός ήταν καθαρός κι ο ήλιος μόλις που άγγιζε ανάλαφρα τον ορίζοντα, αν και παρέμενε αόρατος πίσω από τα τείχη από λινάτσα του θιάσου, το δε πρωινό ήταν ζεστό μόνο σε σύγκριση με χιονοθύελλα. Δεν ήταν τσουχτερό όπως τα πρωινά του προχωρημένου χειμώνα των Δύο Ποταμών, αλλά η ψύχρα του σε διαπερνούσε αργά-αργά κι έκανε την ανάσα σου να σχηματίζει πάχνη. Οι άνθρωποι του θιάσου έτρεχαν πέρα-δώθε σαν μυρμήγκια που τους είχαν κλωτσήσει τη φωλιά, ενώ ο αέρας γέμιζε από φωνές σχετικά με το ποιος είχε πάρει εκείνους τους ταχυδακτυλουργικούς κρίκους ή ποιος είχε δανειστεί εκείνο το ριγωτό κόκκινο παντελόνι ή είχε μετακινήσει την πλατφόρμα παραστάσεων. Η κατάσταση έδινε την εντύπωση εξέγερσης, μολονότι δεν υπήρχε ίχνος αγριάδας στις φωνές. Όλη την ώρα φώναζαν κι έκαναν χειρονομίες, αλλά ποτέ δεν καυγάδιζαν σοβαρά όταν κάποια παράσταση ήταν στα σκαριά, οι δε ακροβάτες κι ηθοποιοί είχαν πάρει θέσεις πριν ακόμα προσέλθουν οι πρώτοι πελάτες. Μπορεί να ήταν αργοί στις ετοιμασίες, αλλά οι παραστάσεις συνεπάγονταν χρήματα, οπότε είχαν κάθε λόγο να βιάζονται.