Το χιόνι που έπεφτε πέρα από το παράθυρό της στροβιλίστηκε σε μια ριπή του ανέμου, σχηματίζοντας κάτι σαν λευκό καλειδοσκόπιο. Ήταν τόσο... γαλήνια. Άραγε, είχε εκτιμήσει ποτέ τη γαλήνη; Ίσως το είχε κάνει κάποτε, αλλά δύσκολα μπορούσε να ανακαλέσει μια τέτοια θύμηση.
Πάντως, ούτε η πιθανότητα να πάρει η Ηλαίην Τράκαντ τον θρόνο, ούτε ο καινούργιος τίτλος του Ντομπραίν, την είχαν θορυβήσει τόσο όσο οι γελοίες κι επίμονες φήμες σχετικά με αυτό το αγόρι, τον αλ’Θόρ, που πήγε δήθεν στην Ταρ Βάλον για να υποταχθεί στην Ελάιντα, αν κι η ίδια δεν είχε κάνει τίποτα για να καταστείλει αυτές τις φήμες που είχαν τρομοκρατήσει τους πάντες, από τους ευγενείς μέχρι τους σταβλίτες, κάτι πολύ καλό κι απαραίτητο για τη διατήρηση της ειρήνης. Το Παιχνίδι των Οίκων είχε σταματήσει, συγκριτικά τουλάχιστον με τη συνήθη κατάσταση στην Καιρχίν. Οι Αελίτες που είχαν έρθει στην πόλη από τον τεράστιο καταυλισμό τους, λίγα μίλια ανατολικά, βοήθησαν αρκετά, παρ’ όλο το μίσος που σε γενικές γραμμές έτρεφε εναντίον τους ο πληθυσμός. Όλοι γνώριζαν ότι ακολουθούσαν τον Αναγεννημένο Δράκοντα, και κανείς δεν επιθυμούσε να βρεθεί αντίκρυ σε μερικές χιλιάδες Αελίτικα δόρατα. Ο νεαρός αλ’Θόρ ήταν πολύ χρησιμότερος απών παρά παρών. Οι διαδόσεις που κατέφθαναν από τη Δύση και μιλούσαν για Αελίτες που έκαναν επιδρομές, λαφυραγωγώντας, καίγοντας και φονεύοντας αδιάκριτα —έτσι ισχυρίζονταν οι έμποροι, τουλάχιστον— έκαναν τους ανθρώπους να έχουν έναν ακόμα καλό λόγο για να ταχθούν με το μέρος τους.
Γεγονός ήταν πως δεν συνέτρεχε κανένας σοβαρός λόγος για να χάσει η Καιρχίν την ησυχία της, εκτός από τις περιστασιακές αψιμαχίες του δρόμου μεταξύ Προπυλιανών και ντόπιων κατοίκων, οι οποίοι θεωρούσαν τους θορυβώδεις και ντυμένους με φανταχτερά ρούχα Προπυλιανούς τόσο ξένους όσο και τους ίδιους πους Αελίτες, ευκολότερους δε αντιπάλους. Η πόλη ήταν κατάμεστη —μέχρι κι οι σοφίτες ήταν γεμάτες— από κόσμο που κοιμόταν όπου έβρισκε καταφύγιο από το κρύο, ωστόσο υπήρχαν μεγάλα αποθέματα τροφίμων, αφθονία θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, και το εμπόριο πήγαινε πολύ καλά για τα δεδομένα του χειμώνα. Σε τελική ανάλυση, θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένη που έφερνε εις πέρας τις εντολές της Κάντσουεϊν, τόσο καλά μάλιστα όσο θα επιθυμούσε η Πράσινη. Μόνο που η Κάντσουεϊν περίμενε περισσότερα, όπως πάντα.
«Μ’ ακούς, Σαμίτσου;»
Αναστενάζοντας, η Σαμίτσου τράβηξε το βλέμμα της από τη γαλήνια θέα που παρατηρούσε από το παράθυρο, προσπαθώντας να συγκρατηθεί για να μην ισιώσει την κίτρινη ριγωτή φούστα της. Οι ασημιές καμπανούλες Τζακαρντιανής κατασκευής πάνω στα μαλλιά της κουδούνισαν αδιόρατα, αλλά σήμερα ο συγκεκριμένος ήχος απέτυχε να την καταπραΰνει. Ακόμα και στις καλύτερες των περιπτώσεων, δεν αισθανόταν εντελώς άνετα στα διαμερίσματά της στο παλάτι, παρότι η αναμμένη πυρά στο φαρδύ μαρμάρινο τζάκι ανέδιδε έντονη θερμότητα και το κρεβάτι στο διπλανό δωμάτιο είχε πουπουλένιο στρώμα αρίστης ποιότητας και μαξιλάρια από φτερά χήνας. Και τα τρία δωμάτιά της ήταν υπερβολικά στολισμένα με τον λιτό, Καιρχινό τρόπο, ο σοβάς του άσπρου ταβανιού δουλεμένος με συμπλεκόμενα τετράγωνα, οι πλατιές κορνίζες έντονα επιχρυσωμένες και τα ξύλινα φατνώματα των τοίχων λουστραρισμένα τόσο, ώστε εξέπεμπαν μια αμυδρή λάμψη, αν και σκουρόχρωμα. Η επίπλωση ήταν ακόμα πιο σκούρα κι ογκώδης, τροχισμένη με λεπτές γραμμές από φύλλα χρυσού και διακοσμημένη με φιλντισένια σχέδια σφηνοειδών σχηματισμών. Το λουλουδάτο Δακρυνό χαλί φάνταζε κακόγουστο και παράταιρο συγκριτικά με τα υπόλοιπα αντικείμενα του δωματίου, τονίζοντας ακόμα περισσότερο τη γενικότερη ψυχρότητα του χώρου. Τελευταία, το δωμάτιο έδινε όλο και περισσότερο την εντύπωση κελιού.
Αυτό, ωστόσο, που της προκαλούσε τη μεγαλύτερη αναστάτωση ήταν η γυναίκα με τους βοστρύχους που έπεφταν έως τους ώμους της και που στεκόταν καταμεσής του χαλιού, με τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς της, έχοντας ανασηκώσει το πηγούνι της σε ένδειξη επιθετικότητας και με ένα συνοφρύωμα να στενεύει τα γαλανά της μάτια. Η Σασέιλ φορούσε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο δεξί της χέρι, φυσικά, όπως επίσης ένα Αελίτικο περιδέραιο κι ένα βραχιόλι με παχιές χάντρες από ασήμι και φίλντισι, περίτεχνα δουλεμένες και σκαλισμένες, φανταχτερές πάνω στο ψηλόλαιμο καφετί μάλλινο που φορούσε, το οποίο, παρ’ ότι απέριττο, ήταν καλοφτιαγμένο και καλοραμμένο. Το ντύσιμό της δεν ήταν κακόγουστο, περισσότερο... επιδεικτικό, κάτι που δύσκολα θα φορούσε αδελφή. Η ιδιορρυθμία όλων αυτών των μπιχλιμπιδιών μπορεί να ήταν το κλειδί για κάποια πράγματα, αρκεί η Σαμίτσου να έβρισκε τους λόγους που κρύβονταν από πίσω. Οι Σοφές, ειδικά η Σορίλεα, τη θεωρούσαν ανόητη που δεν γνώριζε ενώ δεν ρώταγε, και δεν έμπαιναν στον κόπο να της δώσουν απαντήσεις. Το έκαναν συχνά, ειδικά η Σορίλεα. Η Σαμίτσου δεν ήταν συνηθισμένη να τη θεωρούν ηλίθια, και δεν της άρεσε διόλου.