Выбрать главу

«Ώστε, πιστεύεις πως μπορείς να την παντρευτείς», μουρμούρισε η Εγκήνιν προχωρώντας με μεγάλες δρασκελιές πλάι του και κλωτσώντας τη φθαρμένη καφετιά μάλλινη φούστα της. Η Εγκήνιν δεν ήταν και τόσο λεπτεπίλεπτη. Περπατούσε με απλωτές δρασκελιές και δεν δυσκολευόταν να συγχρονίζει το βήμα της. Άσχετα από το ντύσιμό της, έδειχνε να χρειάζεται ένα ξίφος περασμένο στη ζώνη της. «Δεν εξηγείται αλλιώς. Ο Μπέυλ έχει δίκιο. Είσαι τρελός!»

Ο Ματ μειδίασε. «Το θέμα είναι, εκείνη θέλει να με παντρευτεί; Μερικές φορές, γίνονται γάμοι ανάμεσα στα πιο παράξενα άτομα». Όταν ξέρεις ότι πρόκειται να κρεμαστείς, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κοιτάς τη θηλιά χαμογελώντας. Έτσι, ο Ματ συνέχισε να χαμογελά κι άφησε τη γυναίκα να στέκεται εκεί, με την κατήφεια χαραγμένη στο σκληρό πρόσωπό της. Νόμισε πως την άκουσε να βρίζει μέσα από τα δόντια της, αν και δεν καταλάβαινε τον λόγο. Άλλωστε, δεν ήταν εκείνη που είχε υποχρέωση να παντρευτεί το τελευταίο πρόσωπο που επιθυμούσε. Αυτή ήταν μια αριστοκράτισσα, ψυχρή, επιφυλακτική και ψηλομύτα, ενώ στον Ματ άρεσαν οι σερβιτόρες με τα έτοιμα χαμόγελα και την πρόθυμη ματιά. Αυτή ήταν η διάδοχος του θρόνου, όχι οποιουδήποτε θρόνου αλλά του Κρυστάλλινου, του Αυτοκρατορικού Θρόνου των Σωντσάν. Ήταν μια γυναίκα που του έστρεφε το κεφάλι σαν σβούρα και τον άφηνε να αναρωτιέται κατά πόσον ήταν εκείνη αιχμάλωτή του ή ο ίδιος αιχμάλωτός της. Όταν η μοίρα σε πιάνει από τον λαιμό, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να χαμογελάς.

Άρχισε να περπατάει ξέγνοιαστος, μέχρι που έφτασε στη μαβιά άμαξα, που δεν είχε παράθυρα, κι εκεί έκοψε το βήμα του. Ένα μπουλούκι ακροβάτες, τέσσερις ευκίνητοι άντρες που αυτοαποκαλούνταν «Αδελφοί Τσαβάνα» —αν κι ήταν κάτι παραπάνω από ολοφάνερο ότι προέρχονταν από διαφορετικές χώρες, όχι μόνο από διαφορετικές μανάδες— ξεπήδησαν από μια πράσινη άμαξα εκεί κοντά, φωνάζοντας δυνατά και κάνοντας χειρονομίες. Έριξαν μια ματιά στην άμαξα κι άλλη μία στον Ματ, αλλά ήταν πολύ απορροφημένοι στη λογομαχία τους και περπατούσαν πολύ γρήγορα. Ο Γκόρντεραν είχε γείρει πάνω σ’ έναν πορφυρό τροχό, ξύνοντας το κεφάλι του και κοιτώντας συνοφρυωμένος τις δύο γυναίκες που στέκονταν στη βάση των ξύλινων σκαλοπατιών της άμαξας. Δύο γυναίκες, ντυμένες με σκούρους μανδύες και με τα πρόσωπά τους καλυμμένα, αν και το λουλουδάτο κεφαλομάντιλο, που κρεμόταν μέσα από την κουκούλα της ψηλότερης, δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Τέλος πάντων. Έπρεπε να είχε καταλάβει ότι η Τουόν θα ήθελε να έχει μαζί την υπηρέτριά της. Οι αριστοκράτισσες, άλλωστε, δεν πήγαιναν πουθενά δίχως την υπηρέτριά τους. Όπως και να έχει, όμως, στο τέλος μιλούσαν μονάχα τα ζάρια κι η τυφλή τύχη. Είχαν την ευκαιρία τους να τον προδώσουν, ωστόσο ο Ματ εξακολουθούσε να στοιχηματίζει σε μια γυναίκα που έκανε την ίδια επιλογή δύο φορές. Ποιος ανόητος θα διαφωνούσε με κάτι τέτοιο; Πάντως, έπρεπε να ρίξει τα ζάρια. Εκτός αν είχαν κυλήσει από μόνα τους.

Συνάντησε το ψυχρό γαλάζιο βλέμμα της Σελούσια και χαμογέλασε, βγάζοντας το καπέλο του και κάνοντας μια κομψή υπόκλιση προς το μέρος της Τουόν. Δεν ήταν τίποτα το επιδεικτικό, μια απλή αλλά μεγαλοπρεπής κίνηση του μανδύα του. «Έτοιμη για αγορές;» Θα μπορούσε να την αποκαλέσει «Αρχόντισσά μου», αλλά δεν θα το έκανε μέχρις ότου εκείνη θα έδειχνε την ανάλογη προθυμία να τον αποκαλέσει με το όνομά του...

«Είμαι έτοιμη εδώ και μία ώρα, Παιχνιδάκι», αποκρίθηκε η Τουόν με την παγερή και μακρόσυρτη προφορά της. Ανασήκωσε προσεκτικά την άκρη του μανδύα του κι έριξε μια ματιά στην κόκκινη μεταξένια φόδρα, παρατηρώντας ταυτόχρονα το πανωφόρι του. Κατόπιν, άφησε τον μανδύα να πέσει. «Σου πάνε οι δαντέλες. Ίσως προσθέσω μερικές στον χιτώνα σου όταν σε κάνω οινοχόο».

Το χαμόγελό του έσβησε για μια στιγμή. Άραγε, μπορούσε να τον κάνει ντα’κοβάλε, παρ’ ότι θα ήταν παντρεμένοι; Έπρεπε να ρωτήσει την Εγκήνιν. Μα το Φως, γιατί οι γυναίκες επέμεναν να μην απλοποιούν τα πράγματα;

«Θέλεις να έρθω μαζί σου, Άρχοντα μου;» ρώτησε αργόσυρτα ο Γκόρντεραν, χωρίς να κοιτάζει τις γυναίκες αυτή τη φορά. Ακούμπησε τους αντίχειρές του πίσω από τη ζώνη του, χωρίς να κοιτάει ούτε τον Ματ. «Μήπως χρειαστεί να κουβαλήσω κάτι, ίσως;»