Η Τουόν δεν είπε λέξη. Απλώς παρέμεινε ακίνητη, ατενίζοντας τον Ματ και περιμένοντας, με τα γαλανά μάτια της να γίνονται ολοένα και πιο ψυχρά. Τα ζάρια αναπηδούσαν και κροτάλιζαν μέσα στο κεφάλι του. Δεν δίστασε πάνω από ένα δευτερόλεπτο πριν αποπέμψει τον Κοκκινόχερο μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού του. Εν πάση περιπτώσει, ίσως να ήταν δύο δευτερόλεπτα. Έπρεπε να εμπιστευθεί την τύχη του και τα λόγια της. Η εμπιστοσύνη είναι ο ήχος του θανάτου. Πιάστηκε από αυτή τη σκέψη. Δεν επρόκειτο για τραγούδι και δεν υπήρχε καμιά παλιά μνήμη που θα μπορούσε να τον κατευθύνει. Τα ζάρια μέσα στο κρανίο του εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν.
Κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση, της πρόσφερε το μπράτσο του κι η Τουόν το κοίταξε εξεταστικά, λες και δεν είχε ξαναδεί μπράτσο, σουφρώνοντας τα σαρκώδη χείλη της. Ύστερα, μάζεψε τον μανδύα της και ξεμάκρυνε, με τη Σελούσια να την ακολουθεί κατά πόδας, αφήνοντάς τον να πασχίζει να τις προλάβει. Πράγματι, οι γυναίκες δεν απλοποιούσαν ποτέ τα πράγματα.
Παρά την πρώιμη ώρα, δύο γεροδεμένοι τύποι με στειλιάρια φρουρούσαν ήδη την είσοδο, καθώς κι ένας τρίτος, ο οποίος κρατούσε μια γυάλινη κανάτα για να μαζεύει τα νομίσματα και να τα ρίχνει σε μια σχισμή στο σιδηρόδετο κουτί που ήταν ακουμπισμένο στο έδαφος. Κι οι τρεις έμοιαζαν αρκετά αδέξιοι, για να κρύψουν ένα νόμισμα δίχως να ξεπέσουν στα μάτια του, αλλά ο Λούκα δεν το ρίσκαρε. Είκοσι με τριάντα άτομα περίμεναν ήδη λίγο πιο κάτω από τα βαριά σχοινιά που οδηγούσαν στο μεγάλο μπλε έμβλημα, και δυστυχώς εκεί βρισκόταν κι η Λατέλ με το αυστηρό της ύφος, φορώντας ένα φόρεμα ραμμένο με πορφυρές πούλιες καθώς κι έναν μανδύα ραμμένο με γαλάζια κλωστή. Η γυναίκα του Λούκα εκπαίδευε αρκούδες. Ο Ματ πίστευε πως οι αρκούδες έκαναν τα κόλπα τους επειδή φοβούνταν μην τυχόν και τις δάγκωνε.
«Όλα είναι υπό έλεγχο», της είπε. «Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα, πίστεψέ με». Θα μπορούσε να είναι πιο φειδωλός στα λόγια του.
Η Λατέλ τον αγνόησε και κοίταξε συνοφρυωμένη κι ανήσυχη την Τουόν και τη Σελούσια. Η ίδια κι ο σύζυγός της ήταν τα μόνα δύο άτομα του θιάσου που τις γνώριζαν. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να τους αναφέρει κάτι για την πρωινή εξόρμηση. Αν μη τι άλλο, ο Λούκα έδειχνε κάπως ταραγμένος. Ωστόσο, το βλέμμα που έριξε η Λατέλ στον Ματ δεν ήταν ανήσυχο αλλά μάλλον σκληρό. «Θυμήσου», του είπε. «Αν μας στείλεις στην κρεμάλα, εκεί θα καταλήξεις κι εσύ». Ρουθούνισε και στράφηκε να περιεργαστεί τους ανθρώπους που περίμεναν να μπουν μέσα. Η Λατέλ μπορούσε να υπολογίσει καλύτερα κι από τον Λούκα το βάρος ενός πουγκιού, πριν ακόμα λύσει τα κορδόνια του. Επιπλέον, ήταν δέκα φορές πιο σκληρή από τον σύζυγό της. Τα ζάρια συνέχισαν να κουδουνίζουν. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τα έκανε να κυλούν, ο ίδιος δεν είχε φτάσει ακόμα στο μοιραίο κι αποφασιστικό σημείο.
«Είναι καλή σύζυγος για τον Αφέντη Λούκα», μουρμούρισε η Τουόν μόλις απομακρύνθηκαν κάπως.
Ο Ματ τη λοξοκοίταξε κι έστρωσε για άλλη μία φορά το καπέλο στο κεφάλι του. Δεν υπήρχε ίχνος εμπαιγμού στη φωνή της. Άραγε, τόσο πολύ μισούσε τον Λούκα ή μήπως αυτό που εννοούσε ήταν τι είδους σύζυγος ήθελε να γίνει η ίδια; Μήπως, όμως...; Που να καιγόταν, θα τρελαινόταν όσο νόμιζε ότι είχε τρελαθεί κι ο Ντόμον, προσπαθώντας να εξιχνιάσει αυτή τη γυναίκα. Μάλλον αυτή ήταν η αιτία της αίσθησης των ζαριών μέσα στο μυαλό του. Τι σκόπευε να κάνει, άραγε;
Ο δρόμος από τον ανατέλλοντα ήλιο προς την πόλη δεν ήταν ιδιαίτερα μακρύς. Περπατούσαν σε μονοπάτια πατικωμένης λάσπης, μέσα από άδεντρους λόφους, αλλά εδώ κι εκεί στους δρόμους υπήρχε σκόρπιος κόσμος, όπως ακριβώς οι σκόρπιοι ανεμόμυλοι κι οι αλυκές που ξεχώριζαν σαν στίγματα πάνω στους λόφους. Κοιτούσαν ευθεία μπροστά και κινούνταν με τόση αποφασιστικότητα, ώστε έμοιαζαν να μην προσέχουν κανέναν. Ο Ματ απέφυγε έναν στρογγυλοπρόσωπο άντρα που κόντεψε να πέσει επάνω του, πράγμα που τον ανάγκασε να τιναχτεί στο πλάι για να αποφύγει έναν ασπρομάλλη γέρο, ο οποίος βάδιζε γοργά με τα λεπτοκαμωμένα κανιά του. Έτσι, βρέθηκε μπροστά σ’ ένα παχύσαρκο κορίτσι, που θα τον παρέσερνε, αν δεν έκανε ξανά στην άκρη.
«Κάνεις εξάσκηση στον χορό, Παιχνιδάκι;» είπε η Τουόν, κοιτώντας τον πάνω από τον λιγνό της ώμο. Η ανάσα της δημιουργούσε μια αχνή λευκή ομίχλη στο μπροστινό μέρος της κουκούλας της. «Δεν είναι και τόσο χαριτωμένο».
Ο Ματ άνοιξε το στόμα του για να σχολιάσει τον συνωστισμό που επικρατούσε στους δρόμους, και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να δει κανέναν πέρα από την Τουόν και τη Σελούσια. Οι άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί κι ο δρόμος, μέχρι εκεί που έπαιρνε μια στροφή, απ’ όσο μπορούσε να δει, ήταν άδειος. Έστρεψε το κεφάλι του αργά-αργά. Δεν υπήρχε κανείς ανάμεσα στον ίδιο και στον θίασο, παρά μόνον εκείνοι που περίμεναν στη σειρά, η οποία δεν είχε αυξηθεί καθόλου. Πέρα από τον θίασο, ο άδειος δρόμος έστριβε μέσα από τους λόφους, με κατεύθυνση ένα μακρινό δάσος. Δεν φαινόταν ψυχή. Πίεσε τα δάχτυλά του πάνω στο στήθος του για να νιώσει το μενταγιόν με την κεφαλή της αλεπούς μέσα από το πανωφόρι του. Ήταν ένα απλό κομμάτι ασήμι, δεμένο σ’ ένα σχοινί από ακατέργαστο δέρμα. Ευχήθηκε να το ένιωθε ψυχρό σαν πάγο. Η Τουόν ανασήκωσε το ένα της φρύδι κι η Σελούσια τον παρατηρούσε με βλέμμα που υποδήλωνε ότι τον θεωρούσε τρελό.