Выбрать главу

«Δεν μπορώ να σου αγοράσω φόρεμα όσο καθόμαστε εδώ», είπε ο Ματ. Αυτός ήταν κι ο σκοπός της εξόρμησης, η υπόσχεσή του δηλαδή να αγοράσει στην Τουόν κάτι καλύτερο από αυτά τα φορέματα που κρέμονταν από πάνω της και την έκαναν να φαίνεται σαν παιδούλα ντυμένη με μεγαλίστικα ρούχα. Αν μη τι άλλο, ήταν σίγουρος ότι της το είχε υποσχεθεί, κι εκείνη ήταν εξίσου σίγουρη, Η Τουόν ενέκρινε τα εργόχειρα της μοδίστρας του θιάσου, αλλά όχι και τον ρουχισμό. Οι ενδυμασίες των ακροβατών λαμποκοπούσαν από τις πούλιες, τις χάντρες και τα ζωηρά χρώματα, αλλά αυτό που πράγματι μπορούσες να βρεις φτηνά ήταν ο ρουχισμός. Μερικοί μάλιστα, διατηρούσαν αυτόν τον ρουχισμό μέχρι να φθαρεί. Το Τζούραντορ, ωστόσο, είχε έσοδα από τις αλυκές, οι οποίες απέδιδαν όντως πολλά χρήματα. Τα μαγαζιά της πόλης πρόσφεραν ό,τι είδους υλικό χρειαζόταν μια γυναίκα.

Αυτή τη φορά, οι δύο γυναίκες δεν έκαναν καμία συνεννόηση με τα δάχτυλα, αλλά απλώς αντάλλαξαν ματιές. Η ψηλότερη γυναίκα κούνησε το κεφάλι της κι έκανε μια αξιοθρήνητη γκριμάτσα δυσαρέσκειας με τα χείλη της. Η Τουόν κούνησε κι αυτή το κεφάλι της. Μάζεψαν τους μανδύες τους και κίνησαν προς τις σιδερόφρακτες πύλες της πόλης. Γυναίκες! Κίνησε για άλλη μια φορά να τις προλάβει. Σε τελική ανάλυση, αιχμάλωτές του ήταν. Οι σκιές τους μάκραιναν. Άραγε, όλος αυτός ο κόσμος έριχνε σκιά πριν χαθεί; Δεν θυμόταν καν αν ανάσαινε κανείς τους, αλλά ίσως δεν είχε σημασία. Είχαν εξαφανιστεί, οπότε δεν είχε νόημα να σκέφτεται από πού είχαν έρθει ή πού είχαν πάει. Ίσως ήταν κάτι που είχε να κάνει με το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν τα’βίρεν. Καλύτερα να έπαυε να το σκέφτεται. Άλλωστε, το κουδούνισμα των ζαριών δεν του το επέτρεπε.

Οι φρουροί της πύλης έμοιαζαν αδιάφοροι απέναντι στους ξένους ή, τουλάχιστον, απέναντι σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα που ήταν πεζοί. Τύποι με σκληρά πρόσωπα και θώρακες βαμμένους στα άσπρα καθώς και κωνικές περικεφαλαίες, που στην κορυφή τους υπήρχε ως έμβλημα κάτι σαν αλογοουρά, κοιτούσαν ανέκφραστα τις κουκουλωμένες γυναίκες. Για κάποιο λόγο, η καχύποπτη ματιά τους έμεινε λίγο παραπάνω στον Ματ, αλλά αμέσως μετά επέστρεψε στις αλαβάρδες τους, κι οι άντρες αφέθηκαν να κοιτούν με κενό βλέμμα τον δρόμο. Το πιθανότερο ήταν ότι επρόκειτο για ντόπιους ή, τουλάχιστον, σίγουρα όχι για Σωντσάν. Οι έμποροι του αλατιού κι η τοπική αρχόντισσα, η Εθελέιν, η οποία έλεγε ό,τι της έλεγαν να πει οι έμποροι του αλατιού, είχαν πάρει τους Όρκους του Γυρισμού δίχως τον παραμικρό δισταγμό κι είχαν προσφερθεί να πληρώσουν φόρο για το αλάτι πριν καν τους τον ζητήσουν. Αναμφίβολα, οι Σωντσάν σκόπευαν να διορίσουν κάποιου είδους αξιωματούχο για να εποπτεύουν την περιοχή, αλλά προς το παρόν είχαν σημαντικότερες δουλειές για τους στρατιώτες τους. Ο Ματ είχε στείλει τον Θομ και τον Τζούιλιν να βεβαιωθούν ότι δεν υπήρχαν Σωντσάν στο Τζούραντορ πριν συμφωνήσουν να γίνει αυτή η εξόρμηση. Ένας ανόητος μπορεί να πήγαινε ακόμα και κόντρα στην τύχη του αν δεν ήταν προσεκτικός.

Το Τζούραντορ ήταν μια ακμάζουσα και δραστήρια πόλη με λιθόστρωτους δρόμους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν φαρδιοί κι είχαν παράπλευρα πέτρινα κτίσματα με κοκκινωπό κεραμίδια. Τα σπίτια και τα πανδοχεία βρίσκονταν πλάι-πλάι με τους στάβλους και τα καπηλειά, ενώ από παντού ακούγονταν διάφοροι ανακατεμένοι ήχοι, όπως η κλαγγή του σφυριού ενός σιδηρουργού πάνω στο αμόνι ή ο μονότονος θόρυβος του αργαλειού κάποιας υφάντρας, ενώ τριγύρω οι βαρελάδες κοπανούσαν τους σιδερένιους ιμάντες πάνω στα ερμητικά κλειστά βαρέλια, που θα μετέφεραν το αλάτι. Οι γυρολόγοι διαλαλούσαν την πραμάτεια τους από καρφίτσες και κορδέλες, πουλώντας ταυτόχρονα κρεατόπιτες και ψητά καρύδια από τους δίσκους τους ή γογγύλια, ζαρωμένα από τον χειμώνα, και κακής ποιότητας δαμάσκηνα από τα καρότσια. Κάθε δρόμος ήταν γεμάτος από άντρες και γυναίκες που στέκονταν φρουροί πάνω από τα καλούδια που είχαν αραδιάσει σε στενά τραπεζάκια, έξω από τα μαγαζιά τους, διαλαλώντας και την υπόλοιπη πραμάτεια τους, που υπήρχε στο εσωτερικό.