Выбрать главу

Ωστόσο, ήταν εύκολο να ξεχωρίσεις τα σπίτια των εμπόρων αλατιού, μια κι ήταν τριώροφα, κι όχι διώροφα, και κάλυπταν οκτώ φορές μεγαλύτερη έκταση από τα υπόλοιπα, ενώ το καθένα είχε έναν διάδρομο με περιστύλια που δέσποζε πάνω από τον δρόμο και καλυπτόταν από λευκά κι επενδυμένα με σίδερο παραπετάσματα ανάμεσα στους κίονες. Τα παραπετάσματα αυτά υπήρχαν κυρίως στα χαμηλότερα παράθυρα των περισσότερων σπιτιών, αν και δεν ήταν όλα βαμμένα, κάτι που έφερνε στο μυαλό εικόνες από το Έμπου Νταρ. Κατά τ’ άλλα όμως, δεν υπήρχε η παραμικρή σχέση με τη συγκεκριμένη πόλη, εκτός από την ελαιόχρωμη επιδερμίδα των κατοίκων. Εδώ, οι γυναίκες δεν αποκάλυπταν το μπούστο τους επιδεικνύοντας χαμηλά ντεκολτέ, ούτε έβλεπες σκιστές κι αποκαλυπτικές φούστες που καθιστούσαν ορατά τα έγχρωμα μισοφόρια. Οι γυναίκες φορούσαν κεντητά ψηλόλαιμα φορέματα, που τους έφταναν σχεδόν έως το πηγούνι, ενώ τα κεντήματα ήταν πιο σπάνια για τους μικροαστούς και πιο συνηθισμένα στους πλούσιους, που φορούσαν μανδύες κεντητούς από την κορυφή έως τα νύχια. Κατακόρυφα πέπλα, που κρέμονταν από χρυσά ή σκαλισμένα σε φίλντισι χτενάκια, πιασμένα στις σκούρες, στριφογυριστές πλεξούδες, έπεφταν στα πρόσωπά τους. Τα κοντά πανωφόρια των αντρών ήταν σχεδόν εξίσου χοντροκομμένα και σε εξίσου ζωηρά χρώματα, ενώ οι περισσότεροι άντρες, φτωχοί και πλούσιοι, έφεραν ένα μεγάλο μαχαίρι στο ζωνάρι, η λάμα του οποίου ήταν ελάχιστα πιο γυριστή από των Εμπουνταρινών μαχαιριών. Πλούσιοι και φτωχοί, οι κάτοικοι είχαν μια τάση να θωπεύουν τις λαβές των μαχαιριών τους σαν να περίμεναν από στιγμή σε στιγμή να δώσουν μάχη, οπότε όλοι βρίσκονταν στην ίδια μοίρα.

Το παλάτι της Αρχόντισσας Εθελέιν εξωτερικά δεν διέφερε ιδιαίτερα από τα αρχοντικά των εμπόρων αλατιού, αν και βρισκόταν στην κεντρική πλατεία της πόλης, μια πλατιά έκταση από λειασμένη πέτρα, όπου ένα φαρδύ, κυκλικό, μαρμάρινο σιντριβάνι εκτόξευε νερό στον αέρα. Ο κόσμος γέμιζε τους κουβάδες του και τις μεγάλες πήλινες στάμνες από αγωγούς που έριχναν νερό σε πέτρινες δεξαμενές, στις γωνίες άλλων πλατειών. Το τεράστιο σιντριβάνι ανέδιδε οσμή άλμης. Ήταν το σύμβολο του πλούτου του Τζούραντορ, το οποίο αντλούνταν από την ίδια πηγή που δημιουργούσε και τα πηγάδια του αλατιού, στους γύρω λόφους. Ο Ματ έπρεπε να περιηγηθεί στην πόλη όσο περισσότερο μπορούσε προτού ο ήλιος σκαρφάλωνε στα μισά του ζενίθ του.

Κάθε φορά που η Τουόν κι η Σελούσια εντόπιζαν ένα μαγαζί που επιδείκνυε τα μεταξωτά του φορέματα στη βιτρίνα, σταματούσαν μπροστά στο μακρύ και στενό τραπεζάκι για να ψηλαφίσουν τα ρούχα και να κουτσομπολέψουν με τα κεφάλια τους στραμμένα η μία προς την άλλη, αγνοώντας τον παρατηρητικό ιδιοκτήτη. Οι ιδιοκτήτες παρακολουθούσαν με πολλή προσοχή τις κινήσεις τους, μέχρι που αντιλαμβάνονταν πως ο Ματ ήταν μαζί με τις δύο γυναίκες. Με αυτά τα χοντρά μάλλινα που φορούσαν —καλοραμμένα μεν, αταίριαστα δε— δεν έδιναν την εντύπωση πως ενδιαφέρονταν για μεταξωτά. Ο Ματ, ωστόσο, με τη μία μεριά του μανδύα του τραβηγμένη προς τα πίσω, για να δείχνει τη φόδρα, έδινε την αντίθετη εντύπωση. Όποτε, όμως, έκανε να δείξει κάποιο ενδιαφέρον —λένε πως οι γυναίκες θέλουν να δείχνεις ενδιαφέρον για τέτοια θέματα!— όποτε πλησίαζε λίγο για να ακούσει τι λένε, αυτές σιωπούσαν και τον κοίταζαν με τα ψυχρά τους μάτια, σκούρα στη μία, γαλανά στην άλλη, να τον παρατηρούν μέσα από τις βαθιές κουκούλες τους, μέχρι που αναγκαζόταν να κάνει πίσω. Κατόπιν, η Σελούσια έγερνε ξανά το κεφάλι της προς το μέρος της Τουόν κι η συζήτηση ξανάρχιζε, μαζί με το ψηλάφημα των βυσσινί, μπλε, πράσινων λείων, ζωηρών και χρυσούφαντων μεταξιών. Το Τζούραντορ ήταν όντως μια πολύ πλούσια πόλη. Ευτυχώς, ο Ματ είχε ένα χοντρό πουγκί με χρυσάφι στην τσέπη του πανωφοριού του. Ωστόσο, φαίνεται πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Αναπόφευκτα, η Τουόν κούνησε το κεφάλι της κι οι δύο γυναίκες γλίστρησαν μέσα στο πλήθος, με τον Ματ να παλεύει να τις προλάβει μέχρι τουλάχιστον το επόμενο μαγαζί με τα μεταξωτά. Τα ζάρια συνέχιζαν να κροταλίζουν και να αναπηδούν στο εσωτερικό του κρανίου του.

Δεν ήταν οι μόνοι του θιάσου που είχαν έρθει στην πόλη. Ο Ματ εντόπισε την Αλούντρα, με το πρόσωπο της πλαισιωμένο από τις χαντρένιες πλεξούδες, να περπατά στο πλήθος παρέα μ’ έναν ψαρομάλλη, ο οποίος, κρίνοντας από το μέγεθος των ζωηρών κεντημάτων που κοσμούσαν το μεταξωτό πανωφόρι του, που απεικόνιζε άνθη και κολιμπρί, θα πρέπει να ήταν έμπορος αλατιού. Τι ήθελε η Φωτοδότρια με έναν έμπορο αλατιού; Ό,τι κι αν ήταν αυτό που του έλεγε, ο άντρας χαμογελούσε ευχαριστημένος κι ένευε καταφατικά, κάτι που πρόσθετε ζάρες στο πρόσωπό του.