Η Τουόν κούνησε το κεφάλι της κι οι δύο γυναίκες βάδισαν ανάλαφρα προς το επόμενο κατάστημα, αγνοώντας τις βαθιές υποκλίσεις του μαγαζάτορα, αν κι οι περισσότερες απευθύνονταν στον Ματ. Ίσως ο κοκαλιάρης φουκαράς νόμιζε πως ήθελε να αγοράσει μεταξωτά ρούχα για τον εαυτό του. Όχι ότι θα απόρριπτε ένα καινούργιο μεταξωτό πανωφόρι, ίσως και τρία, αλλά ποιος ασχολείται με πανωφόρια όταν μέσα στο μυαλό του κουδουνίζουν ζάρια; Το μόνο που θα τον ενδιέφερε ήταν λίγο κέντημα στα μανίκια και στους ώμους.
Ο Θομ τον προσπέρασε, αδράχνοντας τον μανδύα με το μπρούντζινο χρώμα γύρω από το κορμί του κι αγγίζοντας με τα ακροδάχτυλά του τα μακρόστενα άσπρα μουστάκια του, ενώ χασμουριόταν λες κι είχε μείνει ξάγρυπνος όλη νύχτα. Μπορεί και να ήταν έτσι. Ο βάρδος δεν είχε ξαναρχίσει το πιοτό, αλλά ο Λόπιν κι ο Νέριμ παραπονούνταν επειδή έμενε ξύπνιος έως τις πρώτες πρωινές ώρες, καταναλώνοντας το λάδι ενός ολόκληρου φανού για να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει το πολύτιμο γράμμα του. Τι το τρομερό έβρισκε σ’ ένα γράμμα από μια νεκρή γυναίκα; Μια νεκρή γυναίκα. Μα το Φως, ίσως όλοι εκείνοι στον δρόμο να ήταν...! Όχι, δεν ήθελε καν να το σκέφτεται.
Η Τουόν άδραξε απότομα ένα τόπι από μεταξωτό ύφασμα και το άφησε να πέσει στρεφόμενη αλλού, δίχως να πιάσει και το υπόλοιπο. Η Σελούσια κοίταξε με τέτοιον τρόπο τη γεροδεμένη ιδιοκτήτρια του μαγαζιού πριν ακολουθήσει την Τουόν, που η γυναίκα τής ανταπέδωσε το προσβλητικό βλέμμα. Ο Ματ τής χάρισε ένα χαμόγελο. Οι προσβεβλημένοι μαγαζάτορες θα προσείλκυαν την προσοχή των φρουρών της πόλης, οι οποίοι θα άρχιζαν τις ερωτήσεις. Ποιος ξέρει πού μπορούσε να οδηγήσει αυτό; Ήξερε πολύ καλά ότι έπρεπε να χαμογελάει στις περισσότερες γυναίκες, για να τις κάνει να αισθάνονται άνετα. Η στρογγυλοπρόσωπη γυναίκα ρουθούνισε προς το μέρος του κι έσκυψε να ισιώσει τη δίπλα του μεταξένιου υφάσματος, δίνοντας πιότερο την εντύπωση πως κανάκευε μωρό. Έτσι σκέφτονται οι πιο πολλές γυναίκες, σκέφτηκε ξινά ο Ματ.
Λίγο πιο κάτω στον δρόμο, μια γυναίκα μ’ έναν απλό μανδύα άφησε την κουκούλα της να πέσει προς τα πίσω, κι ο Ματ αισθάνθηκε να του κόβεται η ανάσα. Η Εντεσίνα ανασήκωσε ξανά την κουκούλα της χωρίς να βιάζεται, αλλά η ζημιά ούτως ή άλλως είχε γίνει. Το θαλερό πρόσωπο μιας Άες Σεντάι είχε αποκαλυφθεί σε οποιονδήποτε μπορούσε να τις αναγνωρίσει. Κανείς από τους διαβάτες δεν φάνηκε να είχε προσέξει κάτι, αλλά ο Ματ δεν μπορούσε να διακρίνει όλα τα πρόσωπα γύρω του. Μήπως περίμενε κανείς να πάρει βραβείο; Μπορεί στο Τζούραντορ να μην υπήρχαν προς το παρόν Σωντσάν, αλλά όλο και κάποιος από δαύτους περνούσε.
Η Εντεσίνα γλίστρησε πίσω από μία γωνία και δύο μαυροντυμένες φιγούρες την ακολούθησαν. Δύο. Άραγε, οι σουλ’ντάμ είχαν αφήσει μόνο μία δικιά τους να παρακολουθεί τις δύο Άες Σεντάι; Ή, μήπως, κάπου εκεί κοντά βρίσκονταν η Τζολίνε κι η Τέσλυν και δεν τις είχε πάρει είδηση; Έγειρε το κεφάλι του, ψάχνοντας μέσα στο πλήθος, μήπως έβλεπε κάποιον άλλο απλό μανδύα, αλλά όλοι είχαν έστω και λίγα στολίδια και κεντήματα.
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε κάτι κι ήταν σαν να είχε δεχτεί πετριά ανάμεσα στα μάτια. Όλοι οι μανδύες που έβλεπε ήταν κεντημένοι, έστω κι ελάχιστα. Πού στο καλό ήταν η Τουόν κι η Σελούσια; Μήπως τα ζάρια στριφογύριζαν όλο και πιο γρήγορα;
Αναπνέοντας βαριά, κίνησε να φύγει, αλλά ο δρόμος ήταν ένα ποτάμι από κεντητούς μανδύες, πανωφόρια και φορέματα, κάτι που δεν σήμαινε όμως απαραίτητα ότι προσπαθούσαν να το σκάσουν. Άλλωστε, η Τουόν είχε δώσει τον λόγο της, αγνοώντας μια πολύ καλή ευκαιρία να τον προδώσει. Το μόνο που είχαν να κάνουν οι γυναίκες ήταν να πουν τρεις λέξεις, κι όποιος τις άκουγε, σίγουρα θα αναγνώριζε την προφορά των Σωντσάν, πράγμα αρκετό για να εξαπολύσει τα κυνηγόσκυλα στο κατόπι του. Μπροστά του υπήρχαν δύο μαγαζιά που έμοιαζαν να πουλούν ρούχα, ένα σε κάθε μεριά του δρόμου, αλλά σε κανενός την πρόσοψη δεν υπήρχαν δύο γυναίκες με σκούρους μανδύες. Μπορεί να είχαν στρίψει σε καμιά γωνία, αλλά ο Ματ έπρεπε να εμπιστευτεί την τύχη του, η οποία είχε πολύ καλές επιδόσεις όταν το παιχνίδι εξελισσόταν στα τυφλά. Αυτές οι καταραμένες γυναίκες είχαν την εντύπωση πως επρόκειτο για παιχνίδι. Θα τον έπαιρνε και θα τον σήκωνε αν δεν δούλευε η τύχη του.
Κλείνοντας τα μάτια του, στριφογύρισε σε κύκλο στο κέντρο του δρόμου κι έκανε ένα βήμα μπροστά. Στην τύχη. Έπεσε πάνω σ’ έναν ογκώδη και στιβαρό άντρα, μάλιστα αρκετά απότομα, ώστε μούγκρισαν κι οι δύο τους. Ένας σωματώδης τύπος με μικρό στόμα κι έναν μικρό, προχειροφτιαγμένο πάπυρο, περασμένο στους ώμους του χοντροκομμένου πανωφοριού του, στεκόταν εκεί και τον αγριοκοίταζε μόλις ο Ματ άνοιξε τα μάτια του, ψηλαφώντας συνάμα τη λαβή της γυριστής μαχαίρας του. Τον Ματ, όμως, δεν τον ένοιαζε. Κοιτούσε ακριβώς μπροστά του, σε ένα από τα δύο μαγαζιά. Στερέωσε καλά το καπέλο στο κεφάλι του κι άρχισε να τρέχει. Ναι, τα ζάρια κυλούσαν πιο ζωηρά μέσα στο κεφάλι του.