Διαχωριστικά ράφια, παραγεμισμένα με στοίβες ρούχων, καταλάμβαναν όλο το μήκος των τοιχωμάτων του μαγαζιού από το πάτωμα έως το ταβάνι, κι ακόμα περισσότερες στοίβες ήταν αραδιασμένες σε μακρόστενα τραπέζια στο εξωτερικό δάπεδο. Η ιδιοκτήτρια ήταν μια κάτισχνη γυναίκα με μια μεγάλη κρεατοελιά στο πηγούνι, ενώ η βοηθός της ήταν λεπτοκαμωμένη, χαριτωμένη και με θυμωμένη ματιά. Ο Ματ μπήκε μέσα πάνω στην ώρα για να ακούσει την ιδιοκτήτρια να λέει: «Σας το λέω για τελευταία φορά, αν δεν μου πείτε τι ψάχνετε, θα στείλω τη Νέλσα να φωνάξει τους φρουρούς». Η Τουόν κι η Σελούσια, με τα πρόσωπα κρυμμένα ακόμα μέσα στις κουκούλες τους, περπατούσαν αργά κατά μήκος του ενός τοιχώματος με τις υφασμάτινες στοίβες, σταματώντας για να αγγίξουν ένα τόπι υφάσματος χωρίς να δίνουν την παραμικρή σημασία στην άλλη γυναίκα.
«Είναι μαζί μου», παρενέβη ξέπνοα ο Ματ. Τραβώντας το πουγκί από την τσέπη του, το πέταξε στο πλησιέστερο άδειο τραπέζι. Το έντονο κουδούνισμα που έκανε καθώς προσγειωνόταν, είχε ως αποτέλεσμα ένα πλατύ χαμόγελο στο στενό πρόσωπο της ιδιοκτήτριας. «Δώσ’ τους ό,τι θέλουν», της είπε ο Ματ. «Αν πρόκειται ν’ αγοράσεις κάτι», πρόσθεσε με σταθερή φωνή, απευθυνόμενος στην Τουόν, «αγόρασέ το από εδώ. Αρκετά έχω περπατήσει από το πρωί».
Αν είχε το περιθώριο, σίγουρα δεν θα μιλούσε έτσι. Αν μιλούσες κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μια γυναίκα, όποτε σ’ έβλεπε, το βλέμμα της θα πετούσε φωτιές σαν τα φλογερά ραβδιά της Αλούντρα. Ωστόσο, τα μεγάλα μάτια της Τουόν τον κοίταξαν έντονα κάτω από τη σκέπη της κουκούλας της, ενώ το σαρκώδες στόμα της στράβωσε ελαφρώς σ’ ένα αχνό χαμόγελο. Ήταν ένα μυστικό χαμόγελο, που απευθυνόταν πιότερο στον εαυτό της, παρά σ’ εκείνον. Το Φως μόνο ήξερε τι εννοούσε. Ο Ματ μισούσε τις γυναίκες όταν το έκαναν αυτό. Πάντως, τα ζάρια δεν είχαν σταματήσει ούτε στιγμή. Αυτό ήταν μάλλον καλό σημάδι, σωστά;
Η Τουόν δεν είχε ανάγκη τις συμβουλές κάποιου για να κάνει την επιλογή της, οπότε έδειχνε με σιωπηλές κινήσεις το ένα υφασμάτινο τόπι μετά το άλλο και μετρούσε με τα μικροκαμωμένα σκούρα χέρια της πόσο μπορούσε να κόψει με το ψαλίδι η καταστηματάρχης. Η γυναίκα έκανε αυτοπροσώπως τη δουλειά αντί να την αναθέσει στη βοηθό της, και μάλιστα, δεδομένης της κατάστασης, την έκανε πολύ καλά. Τα μακρόστενα κοφτερά ψαλίδια έκοβαν τα πορφυρά και πράσινα μετάξια διαφόρων αποχρώσεων, ενώ ο Ματ έμεινε έκπληκτος από την ποικιλία των αποχρώσεων του μπλε μεταξιού. Η Τουόν διάλεξε μερικά όμορφα λινά ποικίλου πάχους, καθώς κι ένα κομμάτι μάλλινου υφάσματος σε έντονα χρώματα —αφού πρώτα συμβουλεύτηκε τη Σελούσια, μιλώντας της μ’ εκείνους τους πνιχτούς ψιθύρους— αλλά κυρίως αγόρασε μετάξι. Ο Ματ πήρε λιγότερα ρέστα απ’ όσα περίμενε.
Τα υφάσματα διπλώθηκαν και δέθηκαν σ’ ένα πάκο από χοντροκομμένο λινό —χωρίς επιπλέον χρέωση— σχηματίζοντας έναν σωρό που έμοιαζε με δέμα γυρολόγου. Ο Ματ δεν εξεπλάγη όταν του ανέθεσαν να το κουβαλήσει στους ώμους του, με το καπέλο του να ταλαντεύεται στο ένα του χέρι. Δεν έχει σημασία αν είσαι καλοντυμένος κι έχεις αγοράσει στη γυναίκα σου μετάξια. Εκείνη θα βρει κάτι για να σε αγγαρέψει! Ίσως έτσι τον έκανε να πληρώσει επειδή της είχε μιλήσει απότομα.
Κάμποσα βλέμματα έπεσαν επάνω του από διάφορους ανόητους, που τον κοιτούσαν σαν χαμένοι, καθώς προχωρούσε προς την έξοδο της πόλης ακολουθώντας τις δύο γυναίκες, οι οποίες προχωρούσαν με κομψό βήμα σαν γάτες σαλονιού. Ακόμα κι έτσι, τυλιγμένες με τους μανδύες και τις κουκούλες, οι ευθυτενείς πλάτες τους μιλούσαν από μόνες τους. Ο ήλιος δεν είχε φτάσει ακόμα στο ζενίθ του, αλλά οι σειρές των ανθρώπων που περίμεναν να δουν τον θίασο εκτείνονταν σε όλο το μήκος του δρόμου, φτάνοντας σχεδόν έως την πόλη. Οι περισσότεροι έστεκαν σαν χάνοι και τον έδειχναν σαν να ήταν κανένας χαζός. Ένας από τους μεγαλόσωμους εκπαιδευτές αλόγων, που φρουρούσαν το κουτί με τα κέρματα, άνοιξε το στόμα του σε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, αποκαλύπτοντας τα κενά μεταξύ των δοντιών του, αλλά ο Ματ τον κοίταξε με αυστηρό βλέμμα, οπότε ο τύπος αποφάσισε να στρέψει την προσοχή του στα κέρματα που έβγαιναν από τις τσέπες των ανθρώπων και κατέληγαν στο κουτί μέσω μιας γυάλινης υδρίας. Ο Ματ σκέφτηκε πως ποτέ στη ζωή του δεν είχε αισθανθεί τόσο ανακουφισμένος που βρέθηκε μέσα στον θίασο του Λούκα.
Πριν καλά-καλά εκείνος κι οι δύο γυναίκες κάνουν τρία βήματα στην είσοδο, ο Τζούιλιν άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους, παραδόξως χωρίς τη Θίρα και τον κόκκινο σκούφο του. Το πρόσωπο του ληστοκυνηγού θα μπορούσε να είναι σκαλισμένο σε αρχαία βελανιδιά. Έριξε μια ματιά στον κόσμο που τον προσπερνούσε, και μίλησε χαμηλόφωνα κι επιτακτικά. «Ερχόμουν να σε βρω. Πρόκειται για την Εγκήνιν. Είναι... πληγωμένη. Έλα γρήγορα».