Ο τόνος της φωνής του άντρα μαρτυρούσε αρκετά, αλλά ο Ματ αντιλήφθηκε ότι τα ζάρια στο κεφάλι του είχαν αρχίσει να παίζουν ταμπούρλο. Πέταξε τον σωρό με τα ρούχα στους εκπαιδευτές αλόγων, με ρητή εντολή να τα φυλάξουν τόσο καλά όσο και το κουτί με τα κέρματα, ειδάλλως θα είχαν να κάνουν με τις γυναίκες, αλλά δεν περίμενε να δει κατά πόσον τον είχαν πάρει στα σοβαρά. Ο Τζούιλιν κίνησε τρέχοντας προς την αντίθετη μεριά από εκείνη που είχε έρθει, κι ο Ματ άρχισε να τρέχει ξοπίσω του, κατά μήκος του φαρδιού κεντρικού δρόμου του θιάσου, όπου τα θορυβώδη κι ηλίθια πλήθη παρακολουθούσαν τους τέσσερις γυμνόστηθους αδελφούς Τσαβάνα να στέκονται ο ένας στους ώμους του άλλου, και τους ανθρώπους-λάστιχα με τα μεμβρανοειδή παντελόνια και τα απαστράπτοντα γιλέκα να στηρίζονται στα κεφάλια τους, καθώς επίσης και μια αργοκίνητη γυμνάστρια με στιλπνές, μπλε βράκες να σκαρφαλώνει σε μια μακρόστενη ξύλινη σκάλα, για να ξεκινήσει το νούμερό της. Αντίθετα με την αργοκίνητη γυμνάστρια, ο Τζούιλιν μπήκε τρεχάτος σε ένα από τα στενότερα δρομάκια, όπου οι μπουγάδες κρέμονταν από σχοινιά τεντωμένα ανάμεσα στις σκηνές και στις άμαξες κι οι ακροβάτες κάθονταν στα σκαμνιά και στα σκαλοπάτια των αμαξών, περιμένοντας να έρθει η σειρά τους. Πιτσιρίκια του θιάσου έτρεχαν εδώ κι εκεί, παίζοντας με την μπάλα και το στεφάνι τους. Ο Ματ γνώριζε πολύ καλά προς τα πού κατευθύνονταν, αλλά ο ληστοκυνηγός έτρεχε σαν τρελός και δυσκολευόταν να τον προφτάσει.
Η πράσινη άμαξα εμφανίστηκε στο οπτικό του πεδίο. Η Λατέλ κοιτούσε από κάτω κι ο Λούκα, ντυμένος μ’ έναν από τους ζωηρόχρωμους κόκκινους μανδύες του, έκανε νόημα σ’ ένα ζευγάρι ταχυδακτυλουργών να παραμερίσουν. Οι δύο γυναίκες με τα φουσκωτά παντελόνια και τα ασπροβαμμένα πρόσωπα, που τις έκαναν να μοιάζουν με αριστοκράτισσες, έριξαν μια καλοζυγιασμένη ματιά κάτω από την άμαξα κι υπάκουσαν. Ο Ματ πλησίασε κι είδε τι κοιτούσαν. Ο Ντόμον καθόταν στο έδαφος, κάτω από τη μία άκρη της άμαξας, χωρίς το πανωφόρι του και κρατώντας σαν μωρό στα μπράτσα του μια άτονη Εγκήνιν. Τα μάτια της ήταν κλειστά κι ένα μικρό ρυάκι αίματος κυλούσε από την άκρη του στόματός της. Η περούκα της είχε στραβώσει και κρεμόταν στο πλάι, κάτι μάλλον παράξενο, μια κι η γυναίκα ανέκαθεν πάσχιζε να τη διατηρεί ίσια. Τα ζάρια αντηχούσαν σαν κεραυνοί μέσα στο κεφάλι του,
«Ίσως έχει γίνει μεγάλη ζημιά», γρύλισε ο Λούκα κι η αγριεμένη του ματιά πεταγόταν πότε στον Ματ και πότε στον Τζούιλιν. Το βλέμμα του ήταν άγριο αλλά όχι φοβισμένο. «Κοντεύεις να με καταστρέψεις!» Έδιωξε με αγριεμένες φωνές μια παρέα πιτσιρίκια, που κοιτούσαν με γουρλωμένα μάτια, και γρύλισε προς το μέρος μιας πλαδαρής γυναίκας, η φούστα της οποίας λαμπύριζε από τις ασημιές πούλιες. Η Μιγιόρα, που εκπαίδευε τις λεοπαρδάλεις να κάνουν διάφορα κόλπα, τα οποία ούτε η Λατέλ δεν τολμούσε να προσπαθήσει, τίναξε το κεφάλι της απότομα κι απομακρύνθηκε βιαστικά. Κανείς δεν έπαιρνε τον Λούκα τόσο σοβαρά όσο ο ίδιος τον εαυτό του.
Ο άντρας ξαφνιάστηκε βλέποντας την Τουόν και τη Σελούσια να έρχονται βιαστικές προς το μέρος του, κι ήταν έτοιμος να τους πει να φύγουν, αλλά το ξανασκέφτηκε καλύτερα. Τις κοίταξε βλοσυρός, σκεπτικός και κάπως ανήσυχος. Φαίνεται πως η γυναίκα του δεν του είχε πει ότι ο Ματ κι οι γυναίκες είχαν βγει από τον θίασο, κι ήταν ολοφάνερο ότι βρίσκονταν κάπου αλλού. Παρ’ όλο που η γαλανομάτα γυναίκα κουβαλούσε στην πλάτη της ένα μεγάλο και βαρύ δέμα με ρούχα κι είχε τα χέρια διπλωμένα πίσω, κατάφερνε να στέκεται ευθυτενής. Θα έλεγε κανείς πως η υπηρέτρια μιας αρχόντισσας θα ήταν συνηθισμένη να κουβαλάει μπόγους, αλλά το πρόσωπό της ήταν μια μάσκα απόγνωσης κι οργής. Η Λατέλ την κοίταξε από την κορυφή έως τα νύχια και κατόπιν κάγχασε χλευαστικά στον Ματ, λες κι ήταν εκείνος η αιτία που η γυναίκα ξεφυσούσε, με αποτέλεσμα το πλούσιο στήθος της να πετάγεται προς τα έξω. Η γυναίκα του Λούκα ήταν πολύ καλή στον χλευασμό, αν κι η αυστηρή έκφραση της Τουόν έκανε τη Λατέλ να μοιάζει σχεδόν πράα. Το βλέμμα που την κοίταξε μέσα από την κουκούλα ήταν βλέμμα δικαστή έτοιμου να αποδώσει δικαιοσύνη.
Για μια στιγμή, ο Ματ δεν έδινε δεκάρα τι σκέφτονταν οι γυναίκες. Αυτά τα καταραμένα ζάρια. Τίναξε προς τα πίσω τον μανδύα του, έπεσε στο ένα γόνατο κι άγγιξε με τα δάχτυλά του τον λαιμό της Εγκήνιν. Ο παλμός της ήταν αμυδρός κι ακανόνιστος.
«Τι συνέβη;» ρώτησε. «Φωνάξατε κάποια από τις αδελφές;» Ήταν επικίνδυνο να μετακινήσει την Εγκήνιν, γιατί θα μπορούσε να τη σκοτώσει, αλλά αν οι Άες Σεντάι έκαναν γρήγορα, υπήρχε χρόνος για Θεραπεία. Ωστόσο, δεν τολμούσε να προφέρει δυνατά αυτό το όνομα, γιατί οι διαβάτες όλο και σταματούσαν να ρίξουν μια ματιά όλο περιέργεια, πριν ο Λούκα κι η Λατέλ τούς κάνουν νόημα να απομακρυνθούν. Ο κόσμος έφευγε πιο γρήγορα όταν τον έδιωχνε η Λατέλ παρά ο Λούκα. Η ίδια η Λατέλ ήταν το μόνο άτομο που είχε πραγματική εξουσία πάνω στον Λούκα.